«Η δύναμη είναι στο παραμύθι», έλεγε το 2007 ο νεαρός τότε Αλέξης Τσίπρας, και τελικά αυτό έμελλε να είναι το πιο ειλικρινές πράγμα που είπε ποτέ. Δεκαοκτώ χρόνια μετά, και αφού κυβέρνησε, διέλυσε, υποχώρησε και απήλθε, επιστρέφει σήμερα με μια ακόμα δόση φαντασίας, ντυμένη με μεγαλοστομίες περί «νέου πατριωτισμού», «ηθικής πρωτοβουλίας» και «κοινωνικής δικαιοσύνης». Πιστός στο δόγμα του, προσπαθεί για ακόμα μία φορά να μας κοιμίσει με παραμύθια – σαν να μην ξυπνήσαμε ποτέ από τον εφιάλτη του 2015.
Από το βήμα της 2ης Διάσκεψης του προσωπικού του Ινστιτούτου, μια διοργάνωση καθρέφτης του πολιτικού του ναρκισσισμού, ο Τσίπρας παρουσίασε ένα νέο όραμα, ξεχνώντας βολικά ότι είχε πέντε χρόνια πρωθυπουργίας για να το εφαρμόσει. Μιλά για «ανάπτυξη και ανθεκτικότητα», ενώ η κυβέρνησή του οδήγησε την οικονομία σε capital controls και τον Σόιμπλε να σχεδιάζει την έξοδο της Ελλάδας από το ευρώ. Αναφέρεται σε «δημοκρατία και θεσμούς» ο άνθρωπος που έκανε το Μαξίμου κέντρο χειραγώγησης της Δικαιοσύνης και επικοινωνιακής λάσπης. Το οξύμωρο είναι ότι την ομιλία του παρακολουθούσε από τις πρώτες θέσεις ο καταδικασμένος με 13-0 για παράβαση καθήκοντος πρώην υπουργός του.
Καταγγέλλει την ακροδεξιά, αυτός που συγκυβέρνησε με τον Πάνο Καμμένο και χρησιμοποίησε τις ψήφους της Χρυσής Αυγής για να πετύχει τους σκοπούς του. Επιτίθεται στις ελίτ, αυτός που μετέτρεψε το «μαγαζί» του σε σαλόνι εργολάβων, εφοπλιστών και πρόθυμων μεσαζόντων. Παρουσιάζει τον εαυτό του ως εγγυητή της κοινωνικής συνοχής, όταν η δική του πολιτική υπεραξία γεννήθηκε από τη διχαστική ρητορική της πλατείας και την κουλτούρα του «ή τους τελειώνουμε ή μας τελειώνουν».
Ο Αλέξης Τσίπρας δεν εμφανίστηκε για να αναλύσει το μέλλον. Εμφανίστηκε για να διασώσει τον μύθο του. Έναν μύθο που τον θέλει αθώο, προδομένο και πάντα δίκαιο. Όμως η πραγματικότητα είναι επίμονη: η χώρα θυμάται. Θυμάται ποιος έταξε τα πάντα και πήρε πίσω τα διπλά. Θυμάται ποιος υποσχέθηκε «ελπίδα» και παρέδωσε τρίτο μνημόνιο και τέταρτη πλάνη.
Το παραμύθι του Τσίπρα δεν έχει πια δύναμη. Μόνο κουρασμένες επαναλήψεις και έναν αφηγητή που επιμένει να παίζει τον ήρωα, αφού έγραψε ο ίδιος το τέλος της εποχής του.