Σε μνημείο λαϊκισμού εξελίσσεται η πολιτική του Νίκου Ανδρουλάκη, ο οποίος δείχνει να ξεπερνά την τακτική των «μαθητευόμενων μάγων» που ακολούθησαν στο παρελθόν πολιτικοί προκάτοχοι του από διαφορετικά πολιτικά σχήματα, όπως οι Αλέξης Τσίπρας και Πάνος Καμμένος. Ο Νίκος Ανδρουλάκης φαίνεται να επιδίδεται σε ένα ρόλο μάγου τύπου… Χουντίνι υιοθετώντας μέρα με τη μέρα την τακτική του «όχι σε όλα» και δείχνοντας να χάνει από την αξιοπιστία του σε έναν ρόλο τυπικού «μουντζούρη» της κυβέρνησης. Στηλιτεύει με δηλώσεις του και ενέργειες του κάθε νομοθετική πρωτοβουλία ή παρέμβαση της κυβέρνησης, ακόμη και όσες είναι προς όφελος του κοινωνικού συνόλου και επικροτούνται από την πλειοψηφία του κόσμου.

Με ένα ΠΑΣΟΚ που, εκ των υστέρων, εμφανίζεται να προσπαθεί να δικαιολογήσει τη στάση του, παρουσιάζοντας το μαύρο άσπρο και παραπέμποντας η τακτική του σε εποχές που όλοι θέλουν να αφήσουν πίσω τους…

Αντίστοιχα με τη στάση του, ο κ. Ανδρουλάκης ακολουθεί και μια πολιτική λαϊκισμού, βάσει της οποίας επιχειρείται να συμπαρασύρει ως «συμμέτοχους μελλοντικής ενδεχόμενης ήττας» και τα υπόλοιπα ηγετικά στελέχη (Παύλο Γερουλάνο, Άννα Διαμαντοπούλου και Χάρη Δούκα). Μια αδιέξοδη πολιτική που σε βάθος χρόνου ελλοχεύει ο κίνδυνος το ΠΑΣΟΚ να απολέσει ακόμη το θετικό κλίμα που συντελέστηκε στη μακρά προεκλογική περίοδο για την ανάδειξη νέας ηγεσίας, αλλά και τα ηγετικά στελέχη να γίνουν μέρος μιας νέας αποτυχίας με το άλλοτε κραταιό κόμμα να χάνει ακόμη και το τελευταίο στοίχημα για την επανάκτηση της αξιοπιστίας του και στην προσπάθεια να εισέλθει σε μια σταθερή τροχιά εξουσίας.

«Ο λύκος την τρίχα αλλάζει, το χούι δεν τ' αλλάζει», όπως λέει μια σοφή λαϊκή ρήση, που φαίνεται να ταιριάζει «γάντι» στην πολιτική που υιοθετεί ο κ. Ανδρουλάκης, μια πολιτική που αντίστοιχα από την άλλη όψη του νομίσματος δείχνει να παραπέμπει στην εποχή των κάλπικων υποσχέσεων της εποχής των «ΘΑ» του Ανδρέα Παπανδρέου. Πολιτική, που θεωρείται ξεπερασμένη και καταδικασμένη από την ίδια την κοινωνία και έχει περάσει εκ των συνθηκών της νέας εποχής στο χρονοντούλαπο του παρελθόντος.

Μια τεράστια παραδοξότητα αποκαλύπτει ο τρόπος με τον οποίο αποφάσισε να κινηθεί αντιπολιτευτικά, λίγο μετά την επανεκλογή του, ο Νίκος Ανδρουλάκης αφού προηγήθηκαν οι ενωτικές κινήσεις, η δημιουργία μιας νέας ηγετικής ομάδας και επετηρίδας με στόχο, όπως έλεγε, το ΠΑΣΟΚ να λειτουργήσει ως σοβαρή, αξιόπιστη, μετρημένη και χρήσιμη αντιπολίτευση.

Η πίεση στον Νίκο Ανδρουλάκη να ανεβάσει τους αντιπολιτευτικούς τόνους, έχοντας πλέον τον «αέρα» των νέων δημοσκοπήσεων, με τα ποσοστά που φέρνουν το κόμμα του κοντά στο 20%, και εν προκειμένω να δείξει ποιο είναι το ταβάνι του, τον οδήγησε αρχικά στο ΑΣΕΠ, όπου κατήγγειλε την κυβέρνηση ότι ευθύνεται «γιατί χιλιάδες άνθρωποι βρίσκονται υπό ομηρία. Έχουν χάσει χρόνο, χρήματα και δυστυχώς δεν βλέπουν φως στο τούνελ». Αναφερόμενος στους επιτυχόντες του διαγωνισμού του '23 που περιμένουν να διοριστούν.

Θα ήταν αναμενόμενη, έως θεμιτή, η κριτική, αν η Χαριλάου Τρικούπη δεν είχε αρνηθεί -όπως έσπευσε να θυμίσει ο κυβερνητικός εκπρόσωπος Παύλος Μαρινάκης- τις ρυθμίσεις για την επιτάχυνση των χιλιάδων προσλήψεων που παραμένουν μπλοκαρισμένες στο δυσκίνητο σύστημα του ΑΣΕΠ.

Ο ίδιος, λίγα εικοσιτετράωρα νωρίτερα, είχε καταψηφίσει το νομοσχέδιο με τις συγκεκριμένες διατάξεις, που έχουν σκοπό την ταχύτερη ολοκλήρωση της διαδικασίας προσλήψεων στο Δημόσιο.

Η ιστορία έγραψε ότι το ΠΑΣΟΚ καταψήφισε επί της αρχής ένα νομοσχέδιο που αντιμετώπιζε καίρια ζητήματα για τη λειτουργία και την αποτελεσματικότητα του ΑΣΕΠ. Αλλά ακόμα και επί των άρθρων, το κόμμα του κ. Ανδρουλάκη δεν ψήφισε, μεταξύ πολλών άλλων, την αύξηση της μοριοδότησης της εντοπιότητας για το σύνολο των ορεινών και νησιωτικών δήμων, αλλά και το αυξημένο δικαίωμα των μόνιμων κατοίκων να καταλαμβάνουν κατά προτεραιότητα τις θέσεις μόνιμου προσωπικού που είναι διαθέσιμες στα νησιά.

Ο κ. Ανδρουλάκης μόλις μέσα σε λίγα 24ωρα εκτελεί διαδοχικά αυτογκόλ, σε μια απέλπιδα προσπάθεια και αγωνία να ασκήσει πίεση στον πρωθυπουργό Κυριάκο Μητσοτάκη, καθώς η δημοσκοπική άνοδος που καταγράφεται από τις τελευταίες δημοσκοπήσεις φαίνεται ότι αποτελεί αντίστοιχα και μία μεγάλη «παγίδα» για τον τρόπο που χειρίζεται πλέον τις πολιτικές εξελίξεις, σε έναν δρόμο που δεν θα έχει γυρισμό τόσο για τον ίδιο όσο και για το κόμμα του από άποψη αξιοπιστίας σε βάθος χρόνου και επαναπροσέγγισης ψηφοφόρων στην επιχειρούμενη προσπάθεια να πείσει στον κρίσιμο τομέα της κυβερνησιμότητας.