Πολιτικός λόγος ή κακοστημένο σεμινάριο ερμηνείας του Συντάγματος; Ο Δημήτρης Μάντζος, κοινοβουλευτικός εκπρόσωπος του ΠΑΣΟΚ, επέλεξε για ακόμη μια φορά να μετατρέψει ένα διαδικαστικό ζήτημα σε μείζονα θεσμική κρίση. Με υπερβολές που θα ζήλευε και η Κουμουνδούρου, επιχείρησε να ντύσει με νομική σοβαροφάνεια μια ξεκάθαρα πολιτική στόχευση: να κρατήσει το ΠΑΣΟΚ μέσα στο παιχνίδι της «καταγγελίας», μήπως και κερδίσει πόντους από τα απόνερα μιας διαδικασίας που, κατά τα λοιπά, δεν συγκίνησε την κοινωνία.

Ο κ. Μάντζος μίλησε για «ευτελισμό», «παραβίαση του Συντάγματος», ακόμα και για «αντιδημοκρατική ιδιοκτησιακή αντίληψη» του Πρωθυπουργού προς την Κοινοβουλευτική του Ομάδα. Μεγάλη η αγωνία να αποδείξει ότι η κυβέρνηση «φοβάται» τους ίδιους της τους βουλευτές. Προφανώς, το ΠΑΣΟΚ έχει την ψευδαίσθηση ότι σε ένα κόμμα με απόλυτη πλειοψηφία, οι βουλευτές δεν συντάσσονται με την ηγεσία αλλά περιμένουν… σινιάλα από τη Χαριλάου Τρικούπη για να «εξεγερθούν».

Το πρόβλημα όμως για τον κ. Μάντζο δεν είναι μόνο η υπερβολή· είναι η επιλεκτική μνήμη. Διότι εκεί που καταγγέλλει θεσμική εκτροπή επειδή δεν δόθηκε ψήφος… διεγέρσεως, ξεχνά ότι το κόμμα του επί χρόνια πρωτοστατούσε σε διαδικασίες όπου η Βουλή λειτουργούσε «στο πόδι» και με την ανοχή όλων όταν αυτό βόλευε πολιτικά. Τώρα, όμως, βρήκαν νομικό πάτημα για να δηλώσουν «ανένδοτοι», σε μια στιγμή που καμία πολιτική πρωτοβουλία ουσίας δεν έχουν καταθέσει.

Όταν δεν μπορείς να πείσεις με πολιτική πρόταση, φωνάζεις για θεσμική ηθική. Όταν δεν έχεις αφήγημα, μετατρέπεις τη διαδικασία σε δήθεν κρίσιμο θεσμικό γεγονός. Κι όταν βρίσκεσαι διαρκώς σε δημοσκοπική στασιμότητα, επιστρέφεις στα παλιά: καταγγέλλεις για να μην ξεχαστείς. Ο κ. Μάντζος έκανε το χρέος του ως κοινοβουλευτικός εκπρόσωπος. Το ερώτημα είναι αν έκανε το χρέος του ως πολιτικός που θέλει να χτίσει εμπιστοσύνη και όχι εντυπώσεις.