Σαφήνεια και καθαρότητα στις θέσεις της απέναντι σε όλες τις εκφάνσεις του τουρκικού ζητήματος –δηλαδή στην απειλή της γείτονος– επιδιώκει να προβάλλει η ελληνική κυβέρνηση και μάλιστα από το υψηλότερο επίπεδο. Την ίδια ώρα, η Αγκυρα φορτίζει εκ νέου την ατμόσφαιρα σε έναν Σεπτέμβριο που προοιωνίζεται ως μήνας κρίσιμων εξελίξεων για τις διμερείς σχέσεις: από το ζήτημα της ηλεκτρικής διασύνδεσης Ελλάδας-Κύπρου και την επικύρωση του τουρκολιβυκού συμφώνου έως και την επικείμενη συνάντηση Μητσοτάκη-Ερντογάν στη Γενική Συνέλευση του ΟΗΕ.

Χθες, ο Παύλος Μαρινάκης διέψευσε κατηγορηματικά τα δημοσιεύματα και τις φήμες περί μυστικών ελληνοτουρκικών διαπραγματεύσεων στη Γενεύη. «Διαψεύδεται κατηγορηματικά η διενέργεια φερόμενων συζητήσεων του υπουργείου Εξωτερικών, του υπουργού Εξωτερικών ή εξαρτημένου από αυτόν άλλου προσώπου σε συζήτηση σχετικά με θέματα οριοθετήσεων ή συνυποσχετικού για παραπομπή στη διεθνή δικαιοδοσία», δήλωσε ο κυβερνητικός εκπρόσωπος.

Επ’ αυτού πρόσθεσε ότι όλες οι συζητήσεις με την Τουρκία διεξάγονται στο πλαίσιο ενός «δομημένου διαλόγου», υπενθυμίζοντας ότι η υφυπουργός Εξωτερικών, πρέσβης Αλεξάνδρα Παπαδοπούλου, προΐσταται από ελληνικής πλευράς του πολιτικού διαλόγου, με τη συμμετοχή της διπλωματικής υπηρεσίας αλλά χωρίς την παρουσία ή τη συμβολή εξωτερικού συνεργάτη.

Προκλήσεις

Εν συνεχεία, ο κ. Μαρινάκης κλήθηκε να σχολιάσει τις δηλώσεις του Τούρκου προέδρου, με αφορμή την «Ημέρα της Νίκης» της 30ής Αυγούστου, όταν ο Ρετζέπ Ταγίπ Ερντογάν υπαινίχθηκε ότι η Ελλάδα διατηρεί εδαφικές βλέψεις εις βάρος της χώρας του και κινείται με «ύπουλα σχέδια», ερμηνεύοντας κατ’ αυτόν τον τρόπο τη Μικρασιατική Εκστρατεία, κατάληξη της οποίας ήταν η σφαγή και η εκδίωξη των Ελλήνων από την επί χιλιετίες πατρογονική τους γη.

Ειδικότερα, ο κυβερνητικός εκπρόσωπος έκανε λόγο για δηλώσεις που «δεν συνάδουν με την πραγματικότητα και διαστρεβλώνουν πλήρως την ιστορία», τονίζοντας ότι αυτή η ρητορική δεν συμβάλλει «στο κλίμα καλής γειτονίας που θεωρώ ότι θα έπρεπε να θέλουν και οι δύο χώρες να εμπεδωθεί».

Στην Αθήνα δεν επιθυμούν να αφήνουν αναπάντητες τις προκλήσεις της γείτονος ούτε να δημιουργούνται σκιές γύρω από τα ελληνοτουρκικά και γενικότερα γύρω από την άσκηση της εξωτερικής πολιτικής – για την οποία καταγράφεται έντονη κριτική. Εντούτοις, για τα περί Γενεύης η επίσημη κυβερνητική τοποθέτηση καθυστέρησε μία εβδομάδα. Ταυτόχρονα, είναι εμφανές ότι οι απαντήσεις προς την άλλη πλευρά του Αιγαίου παραμένουν συγκρατημένες.

Οπωσδήποτε, οι διαδοχικές τοποθετήσεις εναντίον της Ελλάδας, εμμέσως από τον Ερντογάν και ευθέως προηγουμένως από τον Φιντάν, δεν πρέπει να προσλαμβάνονται στην Αθήνα απλώς ως «ρητορική εσωτερικής κατανάλωσης» όπως διατείνονται ορισμένοι στο υπουργείο Εξωτερικών. Και τούτο διότι, όπως εξηγούσαν ανώτεροι διπλωματικοί αξιωματούχοι που έχουν χειριστεί τον ελληνοτουρκικό φάκελο σε κρίσιμες περιστάσεις, η Άγκυρα εννοεί αυτά που λέει, επιχειρώντας παράλληλα να πλαισιώσει (διεθνώς) το αφήγημα για τα μελλούμενα.

Ιδιαίτερα, οι δηλώσεις Φιντάν για το λιβυκό αλλά και οι αναφορές ότι οι Έλληνες «δεν πρέπει να ανοίγουν την πόρτα σε κρίσεις που θα έχουν τεράστιο γεωστρατηγικό κόστος για το κράτος, το δικό τους κράτος» εκτιμάται από έμπειρους διπλωματικούς κύκλους ως σαφές προμήνυμα για τη στάση της Άγκυρας εναντίον της ηλεκτρικής διασύνδεσης Ελλάδας-Κύπρου.

«Προχωράμε»

Από την πλευρά της, η Αθήνα δεν προτίθεται να κάνει πίσω σε αυτό το μείζον ζήτημα. Ο υπουργός Εξωτερικών, Γιώργος Γεραπετρίτης, επανέλαβε («Real News») ότι το έργο της ηλεκτρικής διασύνδεσης θα προχωρήσει δίχως να δώσει συγκεκριμένο χρονοδιάγραμμα για την επανέναρξη των ερευνών. «Αυτή τη στιγμή το καλώδιο κατασκευάζεται στο εξωτερικό και πρέπει να τοποθετηθεί, με αυτά τα δεδομένα θα προχωρήσει τις επόμενες εβδομάδες-μήνες, δηλαδή εντός του φθινοπώρου έχουμε σοβαρές εξελίξεις», εκτίμησε («Παραπολιτικά») ο βουλευτής της ΝΔ και καθηγητής Εξωτερικής Πολιτικής και Διεθνούς Δικαίου, Αγγελος Συρίγος.

Στον «αέρα» το Ανώτατο Συμβούλιο Συνεργασίας

Με ενδιαφέρον αναμένεται το τετ α τετ Κυριάκου Μητσοτάκη-Ταγίπ Ερντογάν στο περιθώριο της Γενικής Συνέλευσης των Ηνωμένων Εθνών, στις 16-23 Σεπτεμβρίου στη Νέα Υόρκη, ενώ ερώτημα παραμένει το πότε θα πραγματοποιηθεί το Ανώτατο Συμβούλιο Συνεργασίας. Τόσο από την κυβέρνηση όσο και από το υπουργείο Εξωτερικών διαμηνύουν ότι αναζητείται κατάλληλη ημερομηνία. Ωστόσο, στην Αθήνα περιμένουν να δουν τις εξελίξεις επί του πεδίου, αφετέρου για τη σύγκληση του ΑΣΣ απαιτείται η υπογραφή συμφωνιών· οι μόνες που είναι προσώρας έτοιμες –όπως είναι σε θέση να γνωρίζει το «Μανιφέστο»– είναι κάποιες σε θέματα Πολιτικής Προστασίας και Πολιτισμού. Για τα ακανθώδη ζητήματα της ατζέντας δεν διαφαίνεται φως στο ελληνοτουρκικό τούνελ.