Την ώρα που Στέφανος Κασσελάκης και Νίκος Ανδρουλάκης «τσακώνονται» για το ποιος εκπροσωπεί –κατά την εκτίμησή τους και σύμφωνα με τους αυτοπροσδιορισμούς που κάνουν– την προοδευτική παράταξη, ο Κυριάκος Μητσοτάκης στέλνει μήνυμα εν όψει και των ευρωεκλογών σημειώνοντας πως στις 9 Ιουνίου «θα πιστοποιήσουμε και πάλι ποια είναι η μεγάλη προοδευτική παράταξη».
Ο Κυριάκος Μητσοτάκης το έχει ξαναπεί. Το είχε επισημάνει και στο συνέδριο της ΟΝΝΕΔ το 2022 απευθυνόμενος στη νεολαία. «Εμείς είμαστε η μεγάλη προοδευτική δύναμη» είχε τονίσει απαριθμώντας τις μεταρρυθμίσεις και τις τομές στις οποίες είχε προχωρήσει η κυβέρνησή του αλλά και σε αυτές που βρίσκονταν σε εξέλιξη.
Και είναι πραγματικότητα όσο και αν αυτό ενοχλεί τους συντρόφους του ΣΥΡΙΖΑ και αυτούς του ΠΑΣΟΚ. Η Νέα Δημοκρατία ως κυβέρνηση με πρωθυπουργό τον Κυριάκο Μητσοτάκη προχώρησε και προχωρά σε παρεμβάσεις που συνδέονται με την προοδευτικότητα. Που καθορίζουν το μέλλον της χώρας και αλλάζουν οριστικά σελίδα.
Η προοδευτικότητα δεν προκύπτει μέσα από αυτοπροσδιορισμούς. Ούτε μέσα από κάποιο κληρονομικό χάρισμα. Ο Ανδρέας Παπανδρέου καθιέρωσε τον όρο προοδευτική παράταξη στις δεκαετίες του 1970 και του 1980 καθιστώντας τον ένα είδος συνθήματος προκειμένου να χαράξει διαχωριστικές γραμμές. Τον επέβαλε θα έλεγε κανείς ειδικά μετά την ανάληψη της εξουσίας για να χαρακτηρίζει το ΠΑΣΟΚ.
Μόνο που αυτό δεν σημαίνει τίποτα. Ο όρος δεν μπορεί να προσκολλάται σε ένα κόμμα επειδή ο ιδρυτής του τον καθιέρωσε. Απαιτούνται πράξεις και κυρίως θέσεις που να καθιστούν κάποιον ή κάποιους εκφραστές του προοδευτισμού. Το ίδιο φυσικά ισχύει και για τον ΣΥΡΙΖΑ. Ο Αλέξης Τσίπρας επιχείρησε να… υιοθετήσει τον Ανδρέα Παπανδρέου και απέτυχε παταγωδώς.
Οι θέσεις που εξέφρασε και οι θέσεις που εκφράζει η σημερινή ηγεσία του ΣΥΡΙΖΑ μόνο προοδευτικές δεν είναι. Δεν μπορεί για παράδειγμα το θέμα των μη κρατικών πανεπιστημίων να ορίζεται ως θέμα-ταμπού. Και δεν μπορεί να μπαίνουν κάτω από την ομπρέλα προστασίας ενός κόμματος, που σήμερα είναι αξιωματική αντιπολίτευση, καταληψίες και κάθε λογής ακραία στοιχεία, τα οποία τελικά μόνο για την Παιδεία δεν ενδιαφέρονται.
Ειδικά στο θέμα των πανεπιστημίων η προοδευτικότητα και το ποιος την εκφράζει δύναται να αποτελέσει το πλέον χαρακτηριστικό παράδειγμα. Και δεν είναι το μόνο. Η υιοθέτηση ενός ακραίου λαϊκισμού και η φάμπρικα των fake news αναδεικνύουν τον αναχρονισμό που είναι το κυρίαρχο συστατικό στοιχείο κομμάτων όπως ο ΣΥΡΙΖΑ.
Από κοντά φυσικά και το ΠΑΣΟΚ του Νίκου Ανδρουλάκη που, μπροστά στο άγχος των ευρωεκλογών και τη νίκη επί του ΣΥΡΙΖΑ, δηλαδή το άγχος για την κατάκτηση της δεύτερης θέσης ανεξαρτήτως ποσοστού, επιλέγει την καταστροφολογία και μια μονοθεματικού τύπου αντιπολιτευτική τακτική που αγγίζει τα όρια του λαϊκισμού και του α λα Λαλιώτη «σκληρού ροκ».
Χωρίς προτάσεις, χωρίς συγκεκριμένο προγραμματικό λόγο, χωρίς καμία ουσιαστική παρέμβαση παραμένουν αγκαλιά με τις εικόνες μιας προοδευτικής παράταξης που χάθηκε στον προηγούμενο αιώνα και κουνούν διαρκώς το δάχτυλο στους πολιτικούς αντιπάλους. Λες και κάποιος τους όρισε τιμητές των πάντων, κυρίως υπέρμαχους των πάσης φύσεως αντιδράσεων.
Η διείσδυση του Κυριάκου Μητσοτάκη στο κέντρο, η ισχυρή και αδιαμφισβήτητη παρουσία του στον χώρο της κεντροδεξιάς αναδεικνύουν τη μεγέθυνση της παράταξης του Κωνσταντίνου Καραμανλή που φέτος συμπληρώνει 50 χρόνια. Της μόνης παράταξης που άντεξε ακόμη και στον ακραίο λαϊκισμό την περίοδο της οικονομικής κρίσης αναδεικνύοντας τις βάσεις της αλλά και τις προοπτικές της.
Ένα είναι βέβαιο: Μια παράταξη δεν μπορεί να έχει παρόν και μέλλον αν δεν δημιουργεί τις συνθήκες που απαιτούνται για να προοδεύσει μια χώρα, μαζί και οι πολίτες της.