Ο Φέρεντς Πούσκας έκανε το μαγυάρικο ποδόσφαιρο γνωστό σε όλο τον κόσμο. Ο Αλέξης Τσίπρας έκανε γνωστή τη λέξη «κωλοτούμπα». Όχι μεταφορικά — κυριολεκτικά. Τη μετέφρασαν οι New York Times, την ανέλυσαν οι Financial Times, τη διδάσκουν πλέον στα πολιτικά τμήματα ως case study ευέλικτης ασυνέπειας.

Ο Πούσκας, όταν έπαιζε, έκρυβε την μπάλα. Ο Τσίπρας, όταν κυβερνούσε, έχανε την μπάλα. Από τις διαπραγματεύσεις με τη Μέρκελ μέχρι την ώρα που έψαχνε να θυμηθεί αν το δημοψήφισμα ήταν «ναι» ή «όχι». Και παρόλα αυτά, ο Χρήστος Γιαννούλης, με την ειλικρίνεια ανθρώπου που μόλις ξύπνησε από κώμα του 2015, δήλωσε πως ο προοδευτικός χώρος χρειάζεται έναν νέο Πούσκας – και μας έδειξε τον Αλέξη.

Αν ο Πούσκας είχε «κανόνι» στο αριστερό, ο Τσίπρας είχε αυτόματο στις υποσχέσεις
. Πυροβολούσε δεκαπέντε την ώρα, από κατάργηση ΕΝΦΙΑ μέχρι κατάργηση τρόικας – και τελικά κατάργησε μόνο την επαφή με την πραγματικότητα.

Ο Πούσκας έμπαινε στο γήπεδο και τρόμαζε τους αντιπάλους. Ο Τσίπρας έμπαινε στο Eurogroup και τρόμαζε τους συμμάχους. Όχι από τις θέσεις του – από τα αγγλικά του. Και καθώς ο Πούσκας τιμήθηκε από τη FIFA, ο Τσίπρας τιμήθηκε από τον Βαρουφάκη, με το βραβείο «ιδεολογική εγκατάλειψη της χρονιάς».

Ο Πούσκας είχε ομαδικό πνεύμα. Ο Τσίπρας κατέβαινε μόνος του για υποψήφιος πρόεδρος στο κόμμα του και πανηγύριζε με τα σταλινικά ποσοστά αποδοχής. Ο Πούσκας έπαιζε για το σκορ. Ο Τσίπρας έπαιζε για το χειροκρότημα και τελικά αποδοκιμάστηκε από την ίδια την κερκίδα του.

Αν ο Πούσκας ήταν ο «καλπάζων συνταγματάρχης», τότε ο Τσίπρας είναι ο «καλπάζων επαναστάτης χωρίς αιτία», που ξεκίνησε με πορείες στη Γενοβα εναντίον του καπιταλισμού και κατέληξε με διαλέξεις στο Χαρβαρντ.

Κι αν η Ιστορία γράφει για τον Πούσκας ότι άφησε πίσω του κληρονομιά, για τον Τσίπρα θα γράψει ότι άφησε πίσω του καμένη γη, ένα ακέφαλο κόμμα και τον Πολάκη με σπασμένα τα φρένα.