Ηταν, ίσως, ο κορυφαίος Ελληνας τερματοφύλακας όλων των εποχών έχοντας εξασφαλίσει την αθλητική… αθανασία από τα 26 του. Ο Νίκος Σαργκάνης υπήρξε μια από τις πιο αναγνωρίσιμες φιγούρες των ελληνικών γηπέδων, από τις πιο χαρακτηριστικές.

Από τα ξερά τερέν, εκεί όπου μάτωναν τα γόνατά του, έφτασε σε μεγάλη ηλικία να κρατάει το μηδέν ενάντια σε κοτζάμ Μάντσεστερ Γιουνάιτεντ και, δη, με τον Αθηναϊκό (που λύγισε στην παράταση στο «Ολντ Τράφορντ»). Το «φάντομ» έφυγε χθες για την τελευταία του πτήση, στα 70 του, δίνοντας άλλη μια μεγάλη –αλλά άνιση– μάχη παλικαρίσια.

Ο Σαργκάνης έπαιξε στην ομάδα που λάτρευε από μικρός, τον Ολυμπιακό, αλλά και στον μισητό αντίπαλο, τον Παναθηναϊκό, όπου όμως… λατρεύτηκε. Εγινε σύμβολο της εθνικής ομάδας. Τα γεύτηκε όλα στην καριέρα του, εκτός από την εμπειρία ενός Euro ή ενός Μουντιάλ καθώς τότε αποτύγχανε να προκριθεί.

Ο Νίκος γεννήθηκε στη Ραφήνα στις 13 Ιανουαρίου του 1954. Κατέκτησε τον πρώτο του τίτλο, το Κύπελλο Ελλάδας, με την Καστοριά σ’ ένα μυθικό επίτευγμα και μετά είδε το πιο τρελό του όνειρο να βγαίνει αληθινό: φόρεσε τη φανέλα του Ολυμπιακού. Από τις αλάνες της Ραφήνας βρέθηκε στο Καραϊσκάκη.

«Γκολκίπερ δεν γίνεσαι, γεννιέσαι», συνήθιζε να λέει. «Αυτή η θέση θέλει προσωπικότητα, τρέλα, τόλμη, αυτοθυσία για να πας να πέσεις στα πόδια του αντιπάλου». Εγραψε και σχετικά βιβλία. Ενα από αυτά, «Ο μικρός τερματοφύλακας», ήταν για παιδιά. Γρήγορα αποφάσισε ότι ο ρόλος του προπονητή δεν του ταίριαζε. Αφοσιώθηκε στο ποδοσφαιρικό σχολείο του και στην οικογένειά του – η κόρη του, Μιρέλλα, τον έκανε παππού. Πάλεψε γενναία με τον καρκίνο, δίνοντας κουράγιο στους δικούς του ανθρώπους…

Μοναδικός στο είδος του

Ο Σαργκάνης ήταν ο πρώτος παίκτης που πήγε σε τελικό Κυπέλλου Ελλάδος με τέσσερις διαφορετικές ομάδες (Καστοριά, Ολυμπιακό, Παναθηναϊκό αλλά και Αθηναϊκό), κατακτώντας το με τρεις (πλην των Βυρωνιωτών) ενώ σ’ επίπεδο πρωταθλήματος είναι ο τερματοφύλακας που έχει σημειώσει τα περισσότερα γκολ στην ιστορία της διοργάνωσης, έξι τον αριθμό, αφού ήταν ίσως ο μοναδικός στην ιστορία του ποδοσφαίρου στη χώρα μας που συμπεριλαμβανόταν στους εκτελεστές πέναλτι των ομάδων του…

Κι όμως ο πατέρας του, Βασίλης, που τον είχε χάσει σε νεαρή ηλικία, είχε άδικο: όταν τον είχε δει στα 16 του να γυρίζει στο σπίτι μέσα στα αίματα, πληγωμένος από τις κοτρόνες του γηπέδου, όπου έπαιζε με κοντομάνικο, σορτσάκι και χωρίς γάντια, τον είχε προειδοποιήσει: «Αν ξαναπατήσεις στο γήπεδο, θα σου κόψω τα πόδια». Συνέχισε να προπονείται κρυφά. Το πρωί δούλευε (στο Κολλέγιο Αθηνών), το μεσημέρι έπαιζε ποδόσφαιρο (έλεγε ότι άργησε στη δουλειά) και το βράδυ πήγαινε σχολείο. Επαγγελματίας ποδοσφαιριστής έγινε στα 20, στον Ηλυσιακό, το 1977, πήρε μεταγραφή στην Καστοριά, μετά έμεινε πέντε χρόνια στον Ολυμπιακό και άλλα πέντε στον Παναθηναϊκό, κατέκτησε πέντε τίτλους πρωταθλήματος και τέσσερα Κύπελλα. Μύθος.

Η νύχτα προς την αθανασία

Στον τελικό Παναθηναϊκού – Ολυμπιακού, το 1988, απέκρουσε δύο πέναλτι και εκτέλεσε ένα για τον Παναθηναϊκό. Ηταν μια από τις κορυφαίες του στιγμές. Αλλά όχι η κορυφαία: αυτή ήταν 15 Οκτωβρίου 1980, όταν ο Σαργκάνης εξασφάλισε την αθλητική του αθανασία.

Στην Κοπεγχάγη, με την Εθνική, ενάντια στην πανίσχυρη τότε Δανία. Επρόκειτο να υπερασπιστεί την ελληνική εστία ο Λευτέρης Πουπάκης, όμως τραυματίστηκε στην προπόνηση. Ο Αλκέτας Παναγούλιας κάλεσε εσπευσμένως τον Βασίλη Κωνσταντίνου, αλλά τόλμησε να εμπιστευθεί τον… μικρό, αν και ο Σαργκάνης είχε αναστολές. «Δεν σε φέραμε εδώ για τουρισμό, αλλά για να παίξεις», του απάντησε ο Αλκέτας.

Στην παρθενική του εμφάνιση με την Εθνική Ελλάδας έκανε το παιχνίδι της ζωής του. Με μια σειρά εκπληκτικών αποκρούσεων υπέγραψε τη νίκη (1-0) στο «Πάρκεν» για τα προκριματικά του Παγκοσμίου Κυπέλλου 1982 – ειδικά η επέμβαση σε σουτ-βολίδα του περίφημου Αλαν Σίμονσεν από τα τρία μέτρα ήταν… viral για δεκαετίες. «Ηταν η κρισιμότητα του αγώνα που έδωσε αυτή την αίγλη στην απόκρουση», έλεγε σε συνεντεύξεις του ο Σαργκάνης, με τη σεμνότητα που τον διέκρινε.

«Συγχαρητήρια, όμως δεν παίξαμε το παιχνίδι επί ίσοις όροις», είπε στη συνέντευξη Τύπου ο προπονητής της Δανίας και θρύλος του γερμανικού ποδοσφαίρου, Ζεπ Πιόντεκ, απευθυνόμενος στον Ελληνα συνάδελφό του. «Γιατί;», τον ρώτησε ο Παναγούλιας. «Γιατί εμείς παίζαμε με κανονικούς ανθρώπους, ενώ εσύ έφερες ένα Φάντομ». Την επόμενη μέρα οι δανέζικες εφημερίδες αποθέωναν τον Σαργκάνη με πρωτοσέλιδους τίτλους όπως «Το ελληνικό Φάντομ απογειώθηκε» και «Ο άνθρωπος με τα πέντε χέρια». Ο χαρακτηρισμός «Φάντομ» θα συνόδευε το όνομά του για πάντα. Ετσι τον προσφωνούσαν («γεια σου, Φάντομ») όποιοι τον συναντούσαν στον δρόμο, ακόμη και οι γονείς που δεκαετίες μετά πήγαιναν τα παιδιά τους στην ποδοσφαιρική ακαδημία που διατηρούσε μαζί με τον Ηλία Μπέριο στο Γουδή. Μετά τη λήξη του αγώνα, δε, που έκανε όλη την Ελλάδα να μιλάει γι’ αυτόν, ο Σαργκάνης έτρεξε στο τηλέφωνο. Το σήκωσε η μητέρα του. «Πώς σου φάνηκα, μάνα;», τη ρώτησε. «Επιανες πουλιά στον αέρα, παιδάκι μου», αποκρίθηκε η κυρία Καλομοίρα…