Με προσωπείο... απαρχαιωμένου ΣΥΡΙΖΑ, προσηλωμένος σε πελατειακές μεθόδους του παρελθόντος που ανέδειξαν το βαθύ κράτος του βολέματος και των ρουσφετολογικών τακτοποιήσεων, αρχής γενομένης από τις κλαδικές του ίδιου του ΠΑΣΟΚ, εμφανίζεται ο Νίκος Ανδρουλάκης μετά την απόφασή του να πει όχι στην πρωθυπουργική πρόταση για συνταγματική αναθεώρηση της μονιμότητας στο Δημόσιο.

Αντίθετα από τον Κυριάκο Μητσοτάκη, ο οποίος δείχνει αποφασισμένος να προχωρήσεις στις απαραίτητες μεταρρυθμίσεις, ο πρόεδρος του ΠΑΣΟΚ, εμφανώς εγκλωβισμένος στο χρονοντούλαπο του παρελθόντος και ακολουθώντας παλαιοκομματικές συνταγές που δεν ανταποκρίνονται στις απαιτήσεις της σημερινής εποχής και της κοινωνίας, επιδεικνύει άρνηση και πολιτική ατολμία να συναινέσει στην αλλαγή του άρθρου 103.

Ο κ. Ανδρουλάκης φαίνεται ακόμη μία φορά να λαμβάνει εσπευσμένα αποφάσεις που αφορούν τη γραμμή του κόμματος, χωρίς να υπολογίζει τη γνώμη των υπόλοιπων κορυφαίων στελεχών και χωρίς τη σύγκλιση των οργάνων. Μάλιστα, έσπευσε να δηλώσει ότι «δεν θα αλλάξει απόφαση ακόμη και αν υπάρχουν διαφωνίες στο εσωτερικό του ΠΑΣΟΚ», καταδεικνύοντας πως ο ίδιος αντιλαμβάνεται την έννοια της δημοκρατίας στη λήψη αποφάσεων.

Στη Χαριλάου Τρικούπη θεωρούν ότι η πρόσκληση του Κ. Μητσοτάκη προς τον Ν. Ανδρουλάκη για συνεννόηση έγινε έχοντας μελετήσει τις δημοσκοπήσεις που δείχνουν ότι στον χώρο του κέντρου το αίτημα είναι πλειοψηφικό. Παρ' όλα αυτά, τα στοιχεία φαίνεται να μην προβληματίζουν καθόλου τον πρόεδρο του ΠΑΣΟΚ, με αποτέλεσμα «το επιτελείο του πρωθυπουργού να τον φέρει σε δύσκολη θέση, ελπίζοντας ότι θα αναζωπυρωθούν οι αντιθέσεις ανάμεσα στην αριστερή και τη δεξιά πτέρυγα του κόμματος και να φανερώσει έλλειψη ιδεολογικής πυξίδας και θολή στρατηγική».

Για ακόμα μία φορά, λοιπόν, ο Νίκος Ανδρουλάκης, χωρίς να ρωτήσει κανέναν και μακριά από τις απαιτήσεις της κοινωνίας τού «σήμερα», πήρε την απόφαση να μη συναινέσει σε ακόμα μία μεταρρυθμιστική πρόταση, όπως είναι η άρση της μονιμότητας στο Δημόσιο. Και αυτό υιοθετώντας την άποψη ότι η μονιμότητα προστατεύει το δημόσιο συμφέρον κι όχι τον δημόσιο υπάλληλο, ο οποίος βάζει το σύνταγμα και τον νόμο πάνω από τον πολιτικό του προϊστάμενο.