Πολιτικό εκκρεμές, με τα βαρίδια να τραβούν προς το... τέλμα, θυμίζει το ΠΑΣΟΚ του Νίκου Ανδρουλάκη, όπως άλλωστε αποτυπώνεται από τα ευρήματα των δημοσκοπήσεων.

Το άλλοτε κραταιό κόμμα είναι πλέον φάντασμα του παρελθόντος, με χαμηλή συσπείρωση, εκροές προς την... αντισυστημική Ζωή Κωνσταντοπούλου και ιδεολογικά αποπροσανατολισμένο φαίνεται να χάνει τη μάχη του Κέντρου.

Υπό την ηγεσία του Νίκου Ανδρουλάκη το ΠΑΣΟΚ έχει πάρει οριστικά τον κατήφορο και χάνει κάθε επαφή με την εξουσία και με τα «θέλω» της κοινωνίας. Δεν θυμίζει σε τίποτα το άλλοτε σοσιαλιστικό κόμμα που πρωταγωνιστούσε σε όλες τις κοινωνικές ομάδες, στους εργασιακούς κλάδους, ακόμη και στα συνδικαλιστικά όργανα των αγροτών. Η σημερινή του αντιπολιτευτική δράση δεν πείθει τους πολίτες και στη συνείδηση των ψηφοφόρων εντάσσεται στα συστημικά κόμματα που υπόσχονται πολλά στα λόγια, αλλά πάσχουν στην πράξη.

Αποχαιρέτα το Κέντρο

Το ΠΑΣΟΚ, μετά τις εσωκομματικές εκλογές, φαίνεται να έχασε οριστικά την ηγεμονία στο Κέντρο και αυτό οφείλεται στο ηγετικό έλλειμμα του προέδρου του, στο ασαφές πολιτικό στίγμα, στο συγκεχυμένο μήνυμα που εκπέμπει και στην απουσία συνεκτικού οράματος για τη χώρα την επόμενη δεκαετία. Ο Νίκος Ανδρουλάκης δεν πείθει ότι μπορεί να εγγυηθεί μια καλύτερη διακυβέρνηση και δεν εμπνέει, δεν κινητοποιεί συναισθηματικά και φαντασιακά όσους κατά καιρούς έχουν ψηφίσει ΠΑΣΟΚ.

Εξάλλου, οι κρυφές και φανερές δημοσκοπήσεις που μετρούν την επίδοση που θα είχε το ΠΑΣΟΚ υπό διαφορετική ηγεσία (με Π. Γερουλάνο, Χ. Δούκα ή Α. Διαμαντοπούλου) δεν είναι ενθαρρυντικές για τον Νίκο Ανδρουλάκη, αφού χωρίς εκείνον στο τιμόνι το κόμμα θα κατέγραφε άνοδο έως και έξι μονάδων. Αυτό τα λέει όλα...

Κάπως έτσι το ΠΑΣΟΚ βαδίζει σε έναν δρόμο χωρίς επιστροφή, επιλέγοντας την αυτάρεσκη άρνηση της πραγματικότητας, περιφρονώντας την επιτυχία των αντιπάλων του και αναλύοντας μια νέα κατάσταση με τον παλιό τρόπο, ελπίζει σε μια νομοτελειακή ανάκαμψη.

Ωστόσο, ο Νίκος Ανδρουλάκης αρνείται κατηγορηματικά κάθε είδους συνεργασία με την κυβέρνηση και αρνείται να αντιληφθεί το παιχνίδι του Κέντρου και του μεσαίου χώρου. Ενδεχομένως αν δεσμευόταν ότι δεν θα αφήσει τη χώρα ακυβέρνητη, διατυπώνοντας σαφείς όρους για συνεργασία με το πρώτο κόμμα μετά τις εκλογές, αντί να το αποκλείει κατηγορηματικά και να θέτει ως στόχο τη απίθανη νίκη, ίσως να είχε καλύτερη τύχη.

Αντ’ αυτού, ο κ. Ανδρουλάκης αρνείται τη συναίνεση ακόμη και στην εξωτερική πολιτική, τομέας που σε πολλές χώρες ασκείται με γνώμονα το εθνικό συμφέρον. Χαρακτηριστικές είναι οι αιχμές που άφησε κατά της κυβέρνησης για το ενδεχόμενο συμμετοχής της Τουρκίας στην ευρωπαϊκή άμυνα υποστηρίζοντας ότι «ήταν λάθος ο πρωθυπουργός να θέσει ως όρο την άρση του casus belli».

Λίγη σοβαρότητα

Οι παρατηρήσεις Ανδρουλάκη ήταν φυσικό και επόμενο να προκαλέσουν την έντονη αντίδραση του κυβερνητικού εκπροσώπου, Παύλου Μαρινάκη, ο οποίος τόνισε ότι ο πρόεδρος του ΠΑΣΟΚ «προφανώς θεωρεί κάποια πράγματα πολύ απλά και εύκολα, αλλά η διαχείριση από την πλευρά της κυβέρνησης είναι και σοβαρή και επιτυχής» και «αυτή είναι η διαφορά της κυβέρνησης Μητσοτάκη από τους ψευτοπατριώτες που αντιλαμβάνονται την εξωτερική πολιτική ως ένα πεδίο έκφρασης μεγάλων υποσχέσεων».

«Η δυνατότητα σύναψης συμφωνιών με τρίτες χώρες περνά από μια σειρά από όρους και κανόνες. Μεταξύ αυτών είναι και η ομοφωνία. Ο Έλληνας πρωθυπουργός βρίσκει την ευκαιρία να πει κάτι το οποίο είναι από τα μεγαλύτερα ζητούμενα της εξωτερικής πολιτικής για πολλές δεκαετίες: την άρση του casus belli. Αυτό το οποίο λέει ο κ. Ανδρουλάκης δεν έχει καμία σχέση με την πραγματικότητα, δεν είναι λογικό. Η εξωτερική πολιτική για να είναι επιτυχής πρέπει να έχει αποτέλεσμα», πρόσθεσε ο κ. Μαρινάκης.

Κρατώ τον επίλογο του κυβερνητικού εκπροσώπου που φανερώνει το πώς αντιλαμβάνονται στη Χαριλάου Τρικούπη την άσκηση αντιπολίτευσης: «Η εξωτερική πολιτική δεν είναι συνέδριο του ΠΑΣΟΚ, ούτε διαδικασία διαπραγμάτευσης παλαιών “πράσινων” εποχών. Την αντιλαμβάνεται πολύ απλοϊκά το ΠΑΣΟΚ με όρους παλαιού ΠΑΣΟΚ». Έχει άδικο;