«Στο κενό έχει πέσει η προσπάθεια της αντιπολίτευσης κατά τη διάρκεια των ακροάσεων της Εξεταστικής Επιτροπής για τον ΟΠΕΚΕΠΕ, να αποδείξει την ύπαρξη “γαλάζιου” σκανδάλου», αναφέρουν πηγές της Νέας Δημοκρατίας. Όπως επισημαίνουν, δεν έχει προκύψει κανένα στοιχείο που να καταδεικνύει ότι διαπράχθηκαν έκνομες πράξεις ή ποινικά αδικήματα, όπως ισχυριζόταν η Ευρωπαϊκή Εισαγγελία. Αντίθετα, η διαδικασία, σύμφωνα με τις ίδιες πηγές, αποκάλυψε «αντιφάσεις» και «πολιτικό σχέδιο σπίλωσης» με στόχο τη δημιουργία εντυπώσεων.
Οι ίδιες πηγές αναφέρουν ότι η Παρασκευή Τυχεροπούλου επικαλέστηκε δήθεν πιέσεις σχετικά με τα δεσμευμένα ΑΦΜ, όμως –όπως υποστηρίζουν– αποδείχθηκε πως οι «πιέσεις» αφορούσαν αποκλειστικά την υποχρέωσή της να ολοκληρώσει ελέγχους για τους οποίους ήταν υπεύθυνη. Καμία υπηρεσιακή ή πολιτική παρέμβαση δεν έγινε, καθώς, όπως παραδέχτηκε, «κανείς δεν της ζήτησε να αποδεσμεύσει ΑΦΜ ή λογαριασμούς». Παράλληλα, τονίζεται ότι δεν πληρούσε τα τυπικά προσόντα για τη μετάταξή της, γεγονός που επιβεβαίωσαν υπηρεσιακοί παράγοντες του ΟΠΕΚΕΠΕ. Μετά το σχετικό έγγραφο του προέδρου του Οργανισμού Δημήτρη Σαλάτα προς την Εισαγγελία, το αίτημα μετάταξης της κυρίας Τυχεροπούλου αποσύρθηκε.
Παράλληλα, η ΝΔ επισημαίνει ότι ο Γρηγόρης Βάρρας «επιχείρησε να αντιστρέψει την πραγματικότητα» ισχυριζόμενος ότι ο Μάκης Βορίδης διέπραξε παράβαση καθήκοντος, επειδή σημείωσε τη λέξη «συμφωνώ» σε υπηρεσιακό έγγραφο. Ωστόσο, όπως σημειώνουν, «το έγγραφο είχε εισηγηθεί ο τότε πρόεδρος του ΟΠΕΚΕΠΕ, Αθανάσιος Καπρέλης, εκλεκτός της κυβέρνησης ΣΥΡΙΖΑ». Ο κ. Βορίδης, σύμφωνα με την ανακοίνωση, «επανέφερε τα γεγονότα στη θέση τους» καταθέτοντας έγγραφα που αποδεικνύουν παραλείψεις του ίδιου του Βάρρα. Ο υπουργός φέρεται να παρουσίασε ντοκουμέντα που δείχνουν πως ο Βάρρας «κάλεσε τις υπηρεσίες να εφαρμόσουν την τεχνική λύση του 2019 για τις πληρωμές του 2020», παρά τις αντίθετες εισηγήσεις των αρμόδιων διευθύνσεων, ειδικά για την Κρήτη. Ο ίδιος ο Βάρρας, μάλιστα, παραδέχτηκε ότι χρησιμοποίησε τη δική του διακήρυξη.
Αναφορικά με τον κ. Σημανδράκο, πηγές της ΝΔ υπογραμμίζουν ότι οι λεγόμενες «πιέσεις» που επικαλέστηκε περιορίζονταν σε δημόσιες δηλώσεις του τότε υπουργού Λευτέρη Αυγενάκη, χωρίς καμία γραπτή εντολή ή πολιτική παρέμβαση.
Αντίθετα, όπως υποστηρίζουν οι ίδιες πηγές, «το μόνο που προέκυψε με σαφήνεια» είναι η απροθυμία του ΠΑΣΟΚ να ανοίξει τον δικό του φάκελο σχέσεων με τις «πράσινες» εταιρείες που δραστηριοποιούνταν στον ΟΠΕΚΕΠΕ. Η άρνηση του κόμματος να καλέσει τον CEO της Cognitera, κ. Κουφουδάκη, στην Επιτροπή θεωρείται «ενδεικτική». Η εισηγήτρια του ΠΑΣΟΚ Μιλένα Αποστολάκη δεν προσήλθε στην Εξεταστική, γεγονός που –σύμφωνα με τη ΝΔ– «επιβεβαιώνει» ότι πίσω από τις εταιρείες Cognitera, ΜΕΣΥΝΕΛ, AgroPoint και Αγρογένεσις βρίσκεται η Ένωση Αγρινίου του Παναγιώτη Κουτσουπιά, στελέχους του ΠΑΣΟΚ με ιστορική παρουσία στο κόμμα τόσο επί Φώφης Γεννηματά όσο και επί Νίκου Ανδρουλάκη.
Οι ίδιες πηγές υπενθυμίζουν ότι η Neuropublic συνεργάζεται με τον ΟΠΕΚΕΠΕ ήδη από το 2010, με την πρώτη σύμβαση να έχει υπογραφεί επί Μιλένας Αποστολάκη ως υφυπουργού Αγροτικής Ανάπτυξης στην κυβέρνηση Γιώργου Παπανδρέου. Δηλαδή, η συνεργασία δεν ξεκίνησε επί Νέας Δημοκρατίας αλλά επί κυβερνήσεων ΠΑΣΟΚ, και μάλιστα με πολιτική υπογραφή. Ο Μάκης Βορίδης, όπως τονίζουν, «βρήκε τη Neuropublic ήδη δέκα χρόνια μέσα στον Οργανισμό» και, αντί να την ενισχύσει, «άνοιξε τη διαδικασία σε περισσότερους παρόχους». Παρ’ όλα αυτά, η αντιπολίτευση επιχειρεί –σύμφωνα με τη ΝΔ– να παρουσιάσει τη διαφάνεια ως παράβαση καθήκοντος.
Το ΠΑΣΟΚ, που σήμερα ζητά «κάθαρση», ήταν –όπως αναφέρουν– το κόμμα που «καλλιέργησε και συντήρησε τις συνθήκες αδιαφάνειας στον ΟΠΕΚΕΠΕ». Η στάση του δείχνει αμηχανία, καθώς η επιμονή να μην εξεταστεί ο κ. Κουφουδάκης θεωρείται «ενδεικτική». Το «νήμα» που συνδέει τις εταιρείες Cognitera, ΜΕΣΥΝΕΛ, AgroPoint και Αγρογένεσις με την Ένωση Αγρινίου χαρακτηρίζεται «πυκνό και αποκαλυπτικό».
Καταλήγοντας, οι πηγές της ΝΔ επισημαίνουν ότι η Εξεταστική Επιτροπή δεν αποκάλυψε σκάνδαλο της Νέας Δημοκρατίας, αλλά «μια σειρά προσπαθειών για δημιουργία εντυπώσεων». Αντίθετα, όπως αναφέρουν, ήρθε στο φως «το πώς λειτουργούσε επί χρόνια ένα “πράσινο” πλέγμα εταιρικών σχέσεων και πολιτικών εξυπηρετήσεων που υπονόμευε τη διαφάνεια στον Οργανισμό».