Η συζήτηση γύρω από την παραβατικότητα των νέων στην Ελλάδα έχει επανέλθει στο προσκήνιο καθώς καθημερινά διαβάζουμε ειδήσεις που μας πληγώνουν και κυρίως μας προβληματίζουν.
Από βίαια περιστατικά σε σχολεία και πλατείες, μέχρι περιστατικά διαδικτυακού εκφοβισμού και οργανωμένων επιθέσεων που διοργανώνονται μέσω εφαρμογών, η κοινωνία μας φαίνεται να βρίσκεται αντιμέτωπη με ένα φαινόμενο που αλλάζει μορφές αλλά παραμένει ιδιαίτερα ανησυχητικό. Το ερώτημα που τίθεται είναι κατά πόσο τα μέσα κοινωνικής δικτύωσης αποτελούν επιταχυντή αυτής της παραβατικότητας και αν μια πιθανή απαγόρευση της χρήσης τους από ανηλίκους θα μπορούσε να λειτουργήσει ως φραγμός.
Η παραβατικότητα των νέων δεν είναι νέο φαινόμενο. Από τη δεκαετία του ’80 και του ’90, με τις συμμορίες νεαρών στις γειτονιές των πόλεων, έως τη σημερινή εποχή, οι κοινωνιολόγοι και οι εγκληματολόγοι αναγνωρίζουν ότι οι αιτίες κρύβουν πολλές αιτίες όπως η οικογενειακή δυσλειτουργία, κοινωνικές ανισότητες και ελλιπή σχολική υποστήριξη. Στην Ελλάδα, η οικονομική κρίση και η πανδημία ενέτειναν αυτά τα φαινόμενα, αφήνοντας πολλά παιδιά και εφήβους χωρίς σταθερό πλαίσιο αναφοράς.
Ωστόσο, στη σημερινή συγκυρία, ένα νέο στοιχείο διαφοροποιεί την εικόνα: το διαδίκτυο και κυρίως τα social media. Εφαρμογές όπως το Instagram, το TikTok, ακόμη και εφαρμογές συνομιλιών, έχουν μετατραπεί σε εργαλεία κοινωνικής ένταξης, προβολής, αλλά και εκτροπής. Οι «προκλήσεις» (challenges), η αναζήτηση διαδικτυακής αποδοχής, οι συγκρίσεις με συνομηλίκους, όλα αυτά δημιουργούν ένα περιβάλλον πίεσης που συχνά οδηγεί σε υπερβολές ή σε επικίνδυνες συμπεριφορές.
Το δίλημμα της απαγόρευσης των social media
Μπροστά σε αυτήν την πραγματικότητα, η δημόσια συζήτηση στην Ελλάδα στρέφεται όλο και περισσότερο στο ερώτημα: μήπως θα έπρεπε να απαγορευτεί η χρήση των social media στους ανηλίκους; Η ιδέα δεν είναι τόσο ξένη όσο ακούγεται. Σε αρκετές πολιτείες των ΗΠΑ και σε χώρες της Ευρώπης συζητείται ήδη ο καθορισμός κατώτατων ηλικιακών ορίων, ενώ υπάρχουν φωνές που πιέζουν για πλήρη απαγόρευση μέχρι τα 15 ή 16 έτη.
Η λογική πίσω από αυτήν την πρόταση είναι σαφής: η απομάκρυνση των παιδιών από ένα τοξικό περιβάλλον που επιβραβεύει την επίδειξη και την πρόκληση, θα μπορούσε να μειώσει την πίεση και κατ’ επέκταση να περιορίσει τη βία και την παραβατικότητα. Αν ένα παιδί δεν έχει πρόσβαση στο TikTok ή στο Instagram, δεν θα νιώθει την ανάγκη να συμμετάσχει σε επικίνδυνες συμπεριφορές ή να συγκριθεί με «πρότυπα» που συχνά είναι καταστροφικά.
Ωστόσο, η απαγόρευση από μόνη της δεν αποτελεί πανάκεια. Η ιστορία έχει δείξει ότι όταν οι νέοι θέλουν να αποκτήσουν πρόσβαση σε κάτι, θα βρουν τον τρόπο. Από πλαστά προφίλ μέχρι χρήση των λογαριασμών γονέων ή μεγαλύτερων αδελφών, η απαγόρευση μπορεί να αποδειχθεί περισσότερο θεωρητική παρά ουσιαστική.
Το κοινωνικό κενό και η ευθύνη των ενηλίκων
Η νεανική παραβατικότητα δεν πηγάζει μόνο από τα εργαλεία που έχουν οι νέοι στη διάθεσή τους, αλλά από το κοινωνικό και οικογενειακό πλαίσιο μέσα στο οποίο μεγαλώνουν τα παιδιά μας. Η απαγόρευση των social media μπορεί να κλείσει μια «πόρτα», αλλά αν το σπίτι, το σχολείο και η κοινωνία συνολικά δεν προσφέρουν σταθερά στηρίγματα, τότε τα παιδιά θα βρουν άλλες διεξόδους, συχνά πιο επικίνδυνες.
Η ευθύνη των ενηλίκων είναι κομβική. Οι γονείς οφείλουν να εμπλακούν ενεργά στην ψηφιακή ζωή των παιδιών τους, να θέτουν όρια, να συζητούν, να προσφέρουν εναλλακτικές δραστηριότητες. Οι εκπαιδευτικοί πρέπει να εκπαιδευτούν και οι ίδιοι ώστε να κατανοούν τους κινδύνους του διαδικτύου και να ενσωματώνουν μαθήματα ψηφιακού γραμματισμού στο σχολικό πρόγραμμα. Η πολιτεία, τέλος, χρειάζεται να επενδύσει σε ψυχοκοινωνικές υπηρεσίες στα σχολεία και στις γειτονιές, ώστε τα παιδιά να βρίσκουν στήριξη πριν οδηγηθούν στην εκτροπή.
Τα social media ίσως είναι η αφορμή, αλλά όχι η αιτία της παραβατικότητας των ανηλίκων
Η παραβατικότητα των νέων δεν γεννήθηκε με τα social media, αν και σήμερα αυτά λειτουργούν ως «μεγεθυντικός φακός». Το γεγονός ότι ένα περιστατικό ξυλοδαρμού ή εκφοβισμού μπορεί να καταγραφεί με κινητό και να διαδοθεί σε δευτερόλεπτα, δεν σημαίνει ότι χωρίς τα social media δεν θα συνέβαινε. Σημαίνει όμως ότι το φαινόμενο αποκτά άλλη διάσταση, γίνεται πιο ελκυστικό για μίμηση, πιο επιβλαβές για το θύμα και πιο δύσκολο να αγνοηθεί από την κοινωνία.
Είναι σημαντικό λοιπόν να μην συγχέουμε το εργαλείο με την αιτία. Αν αφαιρέσουμε το εργαλείο, χωρίς να θεραπεύσουμε την αιτία, τότε το πρόβλημα θα εκδηλωθεί με άλλη μορφή. Αντί για βίντεο στο TikTok, μπορεί να έχουμε πιο σκληρά περιστατικά στον δρόμο, μακριά από τα μάτια μας.
Ένα μέτρο με πολλαπλές προϋποθέσεις
Αν η Ελλάδα αποφασίσει τελικά να απαγορεύσει τη χρήση των social media στους ανηλίκους, αυτό πρέπει να συνοδευτεί από μια δέσμη μέτρων:
- Σαφές νομικό πλαίσιο και μηχανισμοί ελέγχου.
- Εκπαιδευτικά προγράμματα για παιδιά, γονείς και δασκάλους.
- Εναλλακτικοί χώροι δημιουργικής έκφρασης για τη νεολαία, από αθλητικούς συλλόγους μέχρι πολιτιστικά κέντρα.
- Ψυχολογική υποστήριξη για νέους που αντιμετωπίζουν δυσκολίες.
Μόνο έτσι μπορεί ένα τέτοιο μέτρο να έχει πραγματικό αντίκτυπο και να μην καταλήξει σε μια απλή απαγόρευση που εφαρμόζεται στα χαρτιά αλλά καταρρέει στην πράξη.
Η παραβατικότητα των ανηλίκων είναι ένα πολυπαραγοντικό πρόβλημα που απαιτεί ολιστική προσέγγιση. Η απαγόρευση των social media στους ανηλίκους μπορεί να είναι ένα εργαλείο πολιτικής, αλλά δεν μπορεί να σταθεί μόνη της. Το πραγματικό ζητούμενο είναι να δημιουργηθεί ένα υγιές πλαίσιο αναφοράς για τους νέους, ώστε να μην έχουν ανάγκη να καταφύγουν σε επικίνδυνες συμπεριφορές είτε online είτε offline.
Η κοινωνία μας πρέπει να αποφασίσει αν θα περιοριστεί στο να βάλει «φραγμό» σε μια εφαρμογή ή αν θα επενδύσει στις βαθύτερες δομές που διαμορφώνουν τη συμπεριφορά των παιδιών, την οικογένεια, το σχολείο, τη γειτονιά. Γιατί η απάντηση στη νεανική παραβατικότητα δεν μπορεί να είναι μόνο η απαγόρευση, αλλά κυρίως η παιδεία, η πρόληψη και η φροντίδα.