Η Moody’s επιβεβαίωσε τη διαβάθμιση της Ελλάδας στο επίπεδο «Baa3» με «σταθερές προοπτικές», στη δεύτερη αξιολόγησή της για το 2025. Η απόφαση έρχεται σε συνέχεια της πρόσφατης επιβεβαίωσης της DBRS, που τοποθέτησε το αξιόχρεο της χώρας στο «BBB», επίσης με σταθερή προοπτική.
Υπενθυμίζεται ότι η Moody’s ήταν ο τελευταίος μεγάλος οίκος αξιολόγησης που χορήγησε στην Ελλάδα την επενδυτική βαθμίδα, στις 15 Μαρτίου, κατατάσσοντάς την στο «Baa3». Η εν λόγω αναβάθμιση ήρθε με καθυστέρηση περίπου 18 μηνών σε σχέση με τους υπόλοιπους οίκους και συνοδεύτηκε από αλλαγή των προοπτικών από «θετικές» σε «σταθερές».
Ο κύκλος των αξιολογήσεων συνεχίζεται με την Standard & Poor’s στις 17 Οκτωβρίου, τη Scope στις 7 Νοεμβρίου και τη Fitch που θα κλείσει το πρόγραμμα στις 14 Νοεμβρίου.
Η έκθεση της Moody’s
Σύμφωνα με την Moody’s, η αξιολόγηση «Baa3» με σταθερές προοπτικές βασίζεται σε ένα ισχυρό ιστορικό μεταρρυθμίσεων, που έχουν ενισχύσει τους θεσμούς και τη διακυβέρνηση, έχουν τονώσει τις επενδύσεις και βελτίωσαν την εικόνα του τραπεζικού τομέα. Αν και το δημόσιο χρέος ως ποσοστό του ΑΕΠ υποχωρεί σημαντικά, εξακολουθεί να παραμένει σε υψηλά επίπεδα. Ωστόσο, η διάρθρωση του χρέους και το ταμειακό απόθεμα λειτουργούν ως αντισταθμιστικοί παράγοντες.
Η ελληνική οικονομία αξιοποιεί αποτελεσματικά τους ευρωπαϊκούς πόρους, οι οποίοι, σε συνδυασμό με τις ιδιωτικές επενδύσεις, αναμένεται να στηρίξουν την ανάπτυξη τα επόμενα χρόνια. Η συνέχιση των μεταρρυθμίσεων θα ενισχύσει τον δυνητικό ρυθμό ανάπτυξης, αντισταθμίζοντας τις πιέσεις από τις αρνητικές δημογραφικές τάσεις.
Στο δημοσιονομικό μέτωπο, η Ελλάδα κατέγραψε πρωτογενές πλεόνασμα 4,8% του ΑΕΠ το 2024, έναντι στόχου 2,1%. Η επίδοση αποδίδεται στη μάχη κατά της φοροδιαφυγής και στη συνεχιζόμενη ανάπτυξη, που επέτρεψαν τη μείωση του χρέους πάνω από 10 ποσοστιαίες μονάδες ετησίως. Η θετική πορεία συνεχίστηκε και το 2025, δίνοντας στην κυβέρνηση τη δυνατότητα να αυξήσει τον στόχο για το πρωτογενές πλεόνασμα και παράλληλα να ενισχύσει τα χαμηλά και μεσαία εισοδήματα.
Η Ελλάδα βρίσκεται στην κορυφή της ΕΕ ως προς την υλοποίηση του Εθνικού Σχεδίου Ανάκαμψης και Ανθεκτικότητας, με σημαντική πρόοδο τόσο στις επιχορηγήσεις όσο και στα δάνεια. Έχοντας απορροφήσει ήδη το 59,3% των διαθέσιμων πόρων, η χώρα προχώρησε σε αναθεώρηση του σχεδίου, ώστε να διασφαλίσει την πλήρη αξιοποίησή τους.
Η Moody’s αξιολογεί την οικονομική ισχύ της Ελλάδας στο «baa1», χάρη στο υψηλότερο επίπεδο πλούτου συγκριτικά με άλλες χώρες ανάλογης αξιολόγησης και στις ισχυρές αναπτυξιακές προοπτικές τριετίας. Ωστόσο, το δυνητικό ΑΕΠ παραμένει περιορισμένο λόγω των δημογραφικών προκλήσεων. Παράλληλα, η θεσμική ισχύς τοποθετείται επίσης στο «baa1», αντικατοπτρίζοντας την προσήλωση στις μεταρρυθμίσεις, αν και το ιστορικό της αναδιάρθρωσης του 2012 εξακολουθεί να βαραίνει.
Η δημοσιονομική ισχύς ενισχύεται από το ταχέως μειούμενο αλλά ακόμη υψηλό χρέος, που υποστηρίζεται από χαμηλά επιτόκια και μεγάλες διάρκειες αποπληρωμής. Παρά ταύτα, οι κίνδυνοι στον τραπεζικό τομέα συνεχίζουν να αποτελούν ευπάθεια, παρά τη μείωση των μη εξυπηρετούμενων δανείων.
Οι σταθερές προοπτικές αντικατοπτρίζουν την εκτίμηση ότι η σημερινή δημοσιονομική επίδοση θα μετριαστεί μεσοπρόθεσμα, αλλά το χρέος θα συνεχίσει να μειώνεται. Παράλληλα, αναγνωρίζεται ότι οι μεταρρυθμίσεις χρειάζονται χρόνο για να αποδώσουν και ότι ο ρυθμός ανάπτυξης θα επιβραδυνθεί μετά την πλήρη απορρόφηση των πόρων του Ταμείου Ανάκαμψης.
Η Moody’s τονίζει πως ανοδικές πιέσεις στην αξιολόγηση θα μπορούσαν να προκύψουν από επιτάχυνση των μεταρρυθμίσεων, αύξηση του δυνητικού ρυθμού ανάπτυξης ή σημαντική περαιτέρω μείωση του χρέους. Αντίθετα, καθοδικές πιέσεις θα μπορούσαν να εμφανιστούν από ενδεχόμενη δημοσιονομική εκτροπή, επιβράδυνση των μεταρρυθμίσεων, νέα προβλήματα στον τραπεζικό τομέα ή από μια σοβαρή γεωπολιτική κρίση στην Ευρώπη με αποδυνάμωση της στήριξης από τους βασικούς συμμάχους.
Τέλος, η Moody’s εξηγεί ότι η τελική διαβάθμιση προκύπτει από το scorecard που τοποθετεί την Ελλάδα στο εύρος Baa1–Baa3, χαμηλότερα από το αρχικό αποτέλεσμα (A3–Baa2), λόγω της περιορισμένης διαφοροποίησης της οικονομίας, των δημογραφικών πιέσεων και του ιστορικού χρεοκοπίας.