Οι Έλληνες δεν θέλουν μνημεία τιμής, θέλουν σκέτα μνήματα: από τροχαία, από εγκεφαλικά, από χοληστερίνη, από ανακοπή, από ατυχία, από βλακεία, από τσαμπουκά. Έχουν ειδική σχέση με τον θάνατο και πολύ κακή με τη ζωή.

Ομοίως κακή είναι και η άποψη που έχουν για την αισθητική του δημόσιου χώρου, καθότι λαθρεπιβάτες της πόλης, του πολιτισμού, του ωραίου. Το μόνο που θεωρείται ωραίο και φυλάσσεται ως κόρη οφθαλμού είναι το αυτοκίνητο, που πλένεται ακόμη και σήμερα με αφράτη σαπουνάδα στα πεζοδρόμια – για τη λειψυδρία έχει ο Θεός, άλλωστε κάνει συσκέψεις το Μαξίμου, οσονούπω θα αρχίσουν και οι λιτανείες

Η συζήτηση που εκτυλίσσεται τις τελευταίες ώρες για τον Άγνωστο Στρατιώτη και ο υπουργός Άμυνας ανταλλάσσει ραβασάκια με τον δήμαρχο Αθηνών είναι επί λανθασμένης βάσεως. Το πρόβλημα δεν είναι ποιος θα μεριμνά για την καθαριότητα του μνημείου, το πρόβλημα είναι ποιος θυμάται τι σημαίνει μνημείο.

Η Ευρώπη πέρασε πολλές δεκαετίες εν ειρήνη και ο πόλεμος που μαίνεται με το γιουρούσι που έκανε η Ρωσία στην Ουκρανία σχεδόν μας αφήνει αδιάφορους γιατί ανέκαθεν κάναμε τα γλυκά μάτια σε τσάρους και νεοτσάρους, οπότε καλύτερα να υποστηρίζουμε τους τρομοκράτες που κυνηγούν εβραίους – είναι προτιμότερο δεδομένου ότι είμαστε σίγουροι για την ενοχή τους αφού γεννήθηκαν εβραίοι.

Με την πάροδο τόσων ετών ειρήνης ξεχάσαμε τους πεσόντες, ξεχάσαμε και γιατί έπεσαν, έφυγαν από τη ζωή οι πρωταγωνιστές του τελευταίου μεγάλου πολέμου, οι νεότερες γενιές οριακά γνωρίζουν το έπος της Αλβανίας και πάντως σίγουρα πιστεύουν ότι οι αναφορές στον Καραϊσκάκη σχετίζονται με το γήπεδο και όχι με τον ήρωα του ’21.

Περπατώντας τη χιλιοτραγουδισμένη πόλη μου, τη διαμαντόπετρα της οικουμένης, δεν βλέπω άγαλμα, μάρμαρο, μνημείο που να μην έχει σημαδευτεί από χέρι βέβηλο. Προφανώς τα βέβηλα χέρια είναι ελάχιστα σε σχέση με τον πληθυσμό της χώρας, όμως τα πολλά χέρια αναπαύονται στις τσέπες κι όταν βγαίνουν από κει είναι για να δείξουν τον ένοχο – εσαεί τον βολικό άλλον, ποτέ τον εκλεκτό αθώο εαυτό.

Κλείνω με τις «Πολιτείες» του Arthur Rimbaud:
«Είμαι ο εφήμερος κι ελάχιστα δυσαρεστημένος πολίτης μιας μητρόπολης που θεωρείται σύγχρονη, μια κι όλες οι κοινώς αποδεκτές καλαισθησίες έχουν εκλείψει απ’ τις οικοσκευές και τις προσόψεις των σπιτιών, κι από το σχέδιο πόλης. Εδώ δεν πρόκειται να επισημάνετε κανένα μνημείο δεισιδαιμονίας. […] Ποια όμορφη αγκαλιά, και ποια ώρα καλή θα μου ξαναχαρίσουν αυτόν τον τόπο απ’ όπου κατάγονται τα όνειρά μου και όλες μου οι ενέργειες