Στη δημόσια συζήτηση των τελευταίων ετών έχει εδραιωθεί –τουλάχιστον στα λόγια– η άποψη ότι η κυβέρνηση Μητσοτάκη απολαμβάνει μια άνευ προηγουμένου στήριξη από τα μέσα μαζικής ενημέρωσης. Κάθε φορά που επιχειρείται κριτική στις επιθέσεις που δέχεται από τον Τύπο, έρχεται η κατηγορία: «Μα ελέγχετε τα ΜΜΕ». Στην πραγματικότητα, ωστόσο, η αντίληψη αυτή έχει ελάχιστη σχέση με τα σημερινά δεδομένα.
Η επικοινωνιακή «υπεροπλία» που αποδίδεται στην κυβέρνηση λειτουργεί πλέον περισσότερο ως πολιτικό σύνθημα και ως προωθημένη προπαγάνδα παρά ως ανάλυση της πραγματικής κατάστασης. Τα στοιχεία δείχνουν ότι όχι μόνο δεν υπάρχει φιλικό προς την κυβέρνηση περιβάλλον στον Τύπο, αλλά, αντίθετα, η πλειονότητα των ισχυρών ή επιδραστικών ΜΜΕ στη χώρα τροφοδοτεί έναν σταθερό, συχνά εμμονικό, αντιπολιτευτικό λόγο –δυσανάλογο με το 41% που είχε λάβει η παρούσα κυβέρνηση– που πολλές φορές ξεφεύγει από τα όρια της πολιτικής κριτικής και αγγίζει τα όρια της προσωπικής στοχοποίησης.
Πάνελ εχθρότητας
Μια ψύχραιμη παρακολούθηση των δελτίων ειδήσεων ή των ενημερωτικών εκπομπών σε κανάλια όπως το Mega, το Οpen, ο ΑΝΤ1, ο Alpha, το Star αποκαλύπτει μια άλλη πραγματικότητα: η κυβέρνηση Μητσοτάκη δέχεται σταθερή και σκληρή κριτική, είτε άμεση είτε μέσω του «μοντάζ» της επικαιρότητας, δηλαδή της επιλογής και παρουσίασης ειδήσεων με αρνητικό ή αποδομητικό τόνο.
Οι βασικοί παρουσιαστές των δελτίων ειδήσεων και οι περισσότεροι καλεσμένοι πολιτικοί ή αναλυτές συχνά εμφανίζονται με μια στάση δυσπιστίας ή και εχθρότητας απέναντι σε κυβερνητικές επιλογές. Οποιος αναζητήσει αντικειμενικότητα ή ισορροπημένη αποτύπωση της επικαιρότητας, δύσκολα θα τη βρει στα μεγάλα τηλεοπτικά κανάλια. Ενδεικτικό είναι ότι ακόμα και επιτυχίες της κυβέρνησης, όπως οι διεθνείς επενδύσεις ή οι οικονομικές αναβαθμίσεις, περνούν στα ψιλά ή συνοδεύονται από δηκτικά σχόλια και «παράλληλες θέσεις ότι η κοινωνία στενάζει».
Τα περισσότερα περιφερειακά τηλεοπτικά κανάλια και ραδιοφωνικοί σταθμοί έχουν διαμορφώσει ένα ιδιαιτέρως τοξικό περιβάλλον για την κυβέρνηση, σαφώς επηρεασμένα από ακραία ή «ψεκασμένη» πολιτική θέση. Ο δημόσιος λόγος κυριαρχείται από τοπικά μικροσυμφέροντα, σκόπιμες διαστρεβλώσεις και πολιτικά φίλτρα που ευνοούν μικρά κόμματα της αντιπολίτευσης, εσχάτως και πρόσωπα από το παρελθόν που επανέρχονται ως «σωτήρες», συχνά χωρίς καμία διάθεση αποστασιοποίησης ή αντικειμενικότητας.
Το γεγονός ότι τα κανάλια αυτά απευθύνονται σε τοπικά αλλά δυναμικά ακροατήρια, τα οποία συχνά ελέγχονται από πελατειακά δίκτυα της αυτοδιοίκησης, οδηγεί σε μια απροσχημάτιστη στήριξη στελεχών ή παρατάξεων που μάχονται την κυβέρνηση. Το περιεχόμενο είναι χαμηλής ποιότητας, αλλά υψηλής έντασης – επιθέσεις χωρίς ουσία, προσωπικές στοχεύσεις και συστηματική καλλιέργεια δυσπιστίας απέναντι σε κάθε κυβερνητική πρωτοβουλία.
Χαμένη δεοντολογία
Ο γραπτός Τύπος αποτελεί ίσως την πιο χαρακτηριστική απόδειξη της παρανόησης που κυριαρχεί σχετικά με την «κυβερνητική υπεροπλία» στα ΜΜΕ. Οι εφημερίδες του Ομίλου Μαρινάκη, όπως «Το Βήμα» και «Τα Νέα», έχουν υιοθετήσει μια εμφανώς επικριτική στάση. Το τελευταίο διάστημα, τα πρωτοσέλιδά τους έχουν επανειλημμένα επιτεθεί ευθέως σε κεντρικές πολιτικές επιλογές, ακόμα και στο πρόσωπο του ίδιου του πρωθυπουργού.
Παράλληλα, η «Δημοκρατία» και η «Εστία», εφημερίδες που κάποτε κινούνταν στον συντηρητικό χώρο, έχουν μετατραπεί σε σκληρούς επικριτές της Νέας Δημοκρατίας. Οι επιθέσεις τους είναι συνεχείς, χωρίς διάθεση πολιτικής ισορροπίας, ενώ δεν διστάζουν να υιοθετήσουν αντιπολιτευτική ρητορική που συχνά εφάπτεται της συνωμοσιολογίας και της υπονόμευσης.
Από την άλλη πλευρά, τα αριστερά έντυπα, παραδοσιακά προσκείμενα στον ΣΥΡΙΖΑ και σε άλλες δυνάμεις του χώρου, επιδίδονται σε καθημερινές επιθέσεις κατά της κυβέρνησης. Οι χαρακτηρισμοί είναι συχνά οξύτατοι, το ύφος συγκρουσιακό και οι προσωπικές στοχεύσεις κατά του Κυριάκου Μητσοτάκη ξεφεύγουν από κάθε έννοια πολιτικής ευπρέπειας. Το δημοσιογραφικό ύφος σε πολλές περιπτώσεις ξεπερνά τα όρια της δεοντολογίας.
Διαδικτυακός βούρκος
Εάν στα παραδοσιακά ΜΜΕ η κυβέρνηση αντιμετωπίζει ένα εχθρικό ή τουλάχιστον αρνητικό κλίμα, στα social media η κατάσταση είναι δραματικά χειρότερη. Οι πλατφόρμες κοινωνικής δικτύωσης έχουν μετατραπεί σε χώρους ανεξέλεγκτης παραπληροφόρησης, χυδαίας προπαγάνδας και συνεχούς σπίλωσης των πολιτικών της κυβέρνησης και της προσωπικότητας του πρωθυπουργού.
Οι οργανωμένοι λογαριασμοί που δρουν υπέρ της αντιπολίτευσης, συχνά αριστερής προέλευσης, διακινούν καθημερινά ψευδείς ειδήσεις, αποσπασματικά βίντεο, μονταρισμένες δηλώσεις και καμπάνιες δυσφήμησης που συνδυάζονται με φωτογραφίες χωρίς συμφραζόμενα και hashtags γεμάτα μίσος.
Σε πολλές περιπτώσεις, κάποιοι κύκλοι φαίνεται να χρησιμοποιούν ακόμα και bots για να διαδίδουν μηνύματα με μαζικό τρόπο, χτίζοντας έτσι ένα τοξικό, ανεξέλεγκτο και εχθρικό περιβάλλον.
Η λάσπη και τα χτυπήματα κάτω από τη ζώνη κατά του πρωθυπουργού, ακόμα και μελών της οικογένειάς του, έχουν γίνει καθημερινότητα. Οποιος παρακολουθεί δημόσια σχόλια σε αναρτήσεις του –από τους ίδιους χρήστες– θα διαπιστώσει μια συντονισμένη προσπάθεια πολιτικής αποδόμησης, που ξεπερνά κατά πολύ τα όρια της θεμιτής κριτικής.
Μονόπλευρη πολεμική
Το κυριότερο όμως πρόβλημα δεν είναι η διαφωνία ή η κριτική –αυτές είναι απαραίτητα στοιχεία της δημοκρατίας– αλλά η συστηματική αποδόμηση κάθε έννοιας αλήθειας και τεκμηρίωσης. Εκεί που θα περίμενε κανείς μια πλουραλιστική παρουσίαση των θεμάτων, με ευκαιρίες και στην κυβέρνηση να εκφράσει τις θέσεις της, επικρατεί συχνά μονομερής πολεμική. Οι φωνές που στηρίζουν ή έστω επιχειρούν να εξηγήσουν κυβερνητικές πολιτικές αντιμετωπίζονται με καχυποψία ή αποκλείονται. Η «πολυφωνία» είναι επιλεκτική, και η «δεοντολογία» υποτάσσεται σε ιδεολογικά φίλτρα.
Ορισμένοι δημοσιογράφοι που δεν συμμετέχουν στο κλίμα αυτό και επιχειρούν ισορροπημένη προσέγγιση δέχονται έντονες επιθέσεις και διαδικτυακό bullying. Ο εκφοβισμός της διαφορετικής άποψης έχει γίνει σχεδόν κανονικότητα, ενώ η «αντικυβερνητικότητα» προβάλλεται ως το μόνο αποδεκτό δημοσιογραφικό ήθος.
Το προσεχές φθινόπωρο, όπως και κάθε φθινόπωρο, γίνεται μια νέα εκκίνηση. Θα είναι δυστοπικό, η συγκεκριμένη χρονική στιγμή να συνδυαστεί, ακόμα μία φορά, με την υποστήριξη των «συστημικών» ΜΜΕ με εχθροπάθεια, λαϊκισμό, μισαλλοδοξία και διχασμό. Η κοινωνία αναζητά τη βαλβίδα διαφυγής από τη σημερινή πραγματικότητα.