Φαίνεται ότι στην Ελλάδα κανένα γεγονός δεν είναι αρκετά σοβαρό, ώστε να μην το δούμε ως αφορμή για να χωριστούμε στα γνωστά μας στρατόπεδα. Εν προκειμένω, οι διαφωνίες γύρω από το τραγικό ναυάγιο ανοιχτά της Πύλου είναι τόσο έντονες, που τα γεγονότα έπαψαν να έχουν σημασία και κυρίως θέμα έγινε το ίδιο το μεταναστευτικό.

Τα επιχειρήματα που ακούγονται, δε, είναι τόσο προκάτ, που είναι λες και το πιάσαμε εξ ολοκλήρου από την αρχή. Κοινός τόπος δεν υπάρχει. Αν υπήρχε κάποιο αμοιβαίως αποδεκτό δεδομένο για το ζήτημα, το διέλυσε ο φανατισμός και η προσποιητή αγανάκτηση, κι έτσι, για άλλη μία φορά, στην Ελλάδα ασχολούμαστε με πράγματα που κανονικά (θα έπρεπε να) είναι αυτονόητα.

Γίνεται, π.χ., στα σοβαρά κουβέντα για το ποιος είναι ο χώρος ευθύνης ενός εθνικού λιμενικού σώματος ή για το κατά πόσο οι λαθροδιακινητές επιτελούν κοινωνικό έργο ή έγκλημα. Μέχρι και η χρησιμότητα των θαλάσσιων συνόρων εν γένει τίθεται επί τάπητος. Κάποιοι, ας πούμε, λένε επί της ουσίας ότι όποια βάρκα ξεκινάει από οπουδήποτε για να έρθει στην Ελλάδα, πρέπει και να αφήνεται να φτάνει στην Ελλάδα. Έτσι απλά, άνευ όρων. Κι επειδή αυτό το τελευταίο είναι ο βασικός λόγος που ένα κομμάτι του εγχώριου πολιτικού προσωπικού αισθάνεται νομιμοποιημένο, στο όνομα ενός ιδιότυπου «ανθρωπισμού», να κατηγορεί την Ελλάδα για αναλγησία, είναι ευκαιρία να ξεκαθαρίσουμε εδώ κάποια πράγματα...

Κατ’ αρχάς, τα σύνορα – χερσαία και θαλάσσια – έχουν λόγο ύπαρξης ακόμα κι αν οι χώρες μεταξύ τους δεν είναι καθόλου εχθρικές. Πιο συγκεκριμένα, σε έναν κόσμο με διαφορετικές εθνικές έννομες τάξεις, εκ των πραγμάτων, κάποιοι μετανάστες μπορεί να κριθούν ακατάλληλοι για είσοδο σε μία ξένη χώρα ακόμα κι αν θεωρηθούν πολιτισμικά «συμβατοί» (ό,τι κι αν σημαίνει αυτό). Υπάρχουν βέβαια και κάποιες εξαιρέσεις όπου τα σύνορα είναι ανούσιες γραμμές, όπως π.χ. στο σκανδιναβικό τριεθνές, αλλά εδώ μιλάμε για τον υπόλοιπο, λιγότερο ιδανικό, κόσμο.

Πρόκειται για έναν κόσμο όπου η αθρόα μετανάστευση βρίσκεται σε άνοδο τα τελευταία χρόνια και οι αυξημένοι αριθμοί της προκαλούν ένα πολύ συγκεκριμένο πρόβλημα: δοκιμάζουν τις αντοχές του κράτους. Ακόμα κι αν η χώρα υποδοχής έχει τους βραχυπρόθεσμους πόρους για να υποδεχθεί τους μετανάστες όπως πρέπει (λειτουργικά κέντρα υποδοχής, γρήγορες διαδικασίες καταγραφής και ασύλου κ.α.), είναι αμφίβολο αν έχει τους μακροπρόθεσμους πόρους για να τους ενσωματώσει όπως πρέπει. Δεν γίνεται, λ.χ., εκατό άτομα να πληρώνουν για την περίθαλψη εκατόν πενήντα ατόμων. Είναι μη βιώσιμο και άδικο, ειδικά αν πολλά από τα επιπλέον άτομα δεν εργάζονται ενώ είναι πλήρως ικανά να το κάνουν.

Είναι αλήθεια, ωστόσο, ότι αφετηρία αυτής της αδικίας είναι το γεγονός ότι οι κοινωνίες υποδοχής συνήθως διστάζουν να δώσουν στους μετανάστες τη δυνατότητα να εισφέρουν. Και εδώ είναι που η Ελλάδα αδικείται κι αυτή με τη σειρά της από τους επικριτές της, καθώς εκείνες οι κοινωνίες που διστάζουν σήμερα να δώσουν ευκαιρίες στους μετανάστες είναι πρωτίστως οι βόρειο- και δυτικοευρωπαϊκές. Βλέπετε, όλοι αυτοί οι άνθρωποι ξεκινούν από τις χώρες τους για να πάνε στα ενδότερα της Ευρωπαϊκής Ένωσης και όχι για να μείνουν στην Ελλάδα ή την Βουλγαρία.

Με την υπόλοιπη Ευρώπη, λοιπόν, να μην φαίνεται διατεθειμένη να δεχθεί μεγάλους αριθμούς μεταναστών, η πλειοψηφία τους καταλήγει να εγκλωβίζεται στις «χώρες εισόδου», των οποίων οι κοινωνικές δομές δοκιμάζονται από την ώρα που ξεκίνησε η οικονομική κρίση του 2008 μέχρι και σήμερα. Και, ας μην ξεχνάμε, η Συμφωνία του Δουβλίνου για το μεταναστευτικό ισχύει ακόμη, που σημαίνει ότι ένας μετανάστης που πέρασε από την Ελλάδα για να πάει στη Γαλλία ή την Γερμανία, μπορεί να σταλεί ξανά πίσω στην Ελλάδα. Ως εκ τούτου, η χώρα μας δεν έχει πολλές επιλογές: Εφόσον η υπόλοιπη Ευρώπη κλείνει τα σύνορά της στην Ελλάδα, τότε, συγγνώμη, η Ελλάδα είναι υποχρεωμένη να κλείσει τα σύνορά της στον υπόλοιπο πλανήτη.

Δεν λέμε ότι αυτό είναι κάτι καλό. Λέμε ότι είναι κάτι αναγκαίο, δεδομένων των συνθηκών. Σε έναν κόσμο που υποτίθεται ότι επικρατούν φιλελεύθερες αξίες, είναι αλήθεια πως οι μετανάστες όλου του κόσμου θα έπρεπε να μπορούν να επιλέγουν πού θα ζήσουν και θα εργαστούν. Ειδικά, δε, η Ευρωπαϊκή Ένωση φαίνεται ότι πνίγεται σε μία κουταλιά νερό, καθώς αρνείται να δει το μεταναστευτικό από τη σκοπιά της οικονομικής δύναμης των 500 εκατομμυρίων πολιτών και αφήνει έτσι τα πιο ισχυρά μέλη της να μεταφέρουν τα βάρη στα πιο ευάλωτα.

Κατά συνέπεια, η Ελλάδα παίρνει κάποια ευρωπαϊκά χρήματα για να κάνει μία δουλειά που δεν επέλεξε ποτέ από μόνη της και που σε μέγεθος αντιστοιχεί περίπου στην Ευρώπη ολόκληρη και, την ίδια στιγμή, δέχεται έντονη κριτική από τους γνωστούς εμπόρους ανθρωπισμού επειδή την κάνει με σχετική επιτυχία! Τέτοια κριτική ποιος μπορεί να την πάρει στα σοβαρά...;