Βαίνουμε σε μια χρονιά γεμάτη εκλογικές μάχες με κοινωνικό, οικονομικό και γεωστρατηγικό αντίκτυπο. Φέτος, περίπου 3.8 δισεκατομμύρια άνθρωποι θα κληθούν στις κάλπες να εκλέξουν ηγεσίες που θα θέσουν νέα θεμέλια στην παγκόσμια πολιτική σκηνή.
Στη γηραιά ήπειρο τα βλέμματα στρέφονται στις ευρωεκλογές του Ιουνίου. Ο επί σειρά ετών γαλλογερμανικός άξονας που στηρίζεται η Ευρωπαϊκή Ένωση κλονίζεται με τη φρενήρη αύξηση των ποσοστών της ακροδεξιάς. Μαρίν Λεπέν και «Εθνική Συσπείρωση» προηγούνται σταθερά στις δημοσκοπήσεις έναντι της συμπαράταξης κομμάτων του Εμανουέλ Μακρόν.
Συγχρόνως τα ποσοστά του ακροδεξιού κόμματος «AFD» της Γερμανίας, που ευαγγελίζονται την απέλαση όχι μόνο των μεταναστών αλλά και όσων έχουν ρίζες από γονείς μετανάστες, εδραιώνεται σταθερά στη δεύτερη θέση με συνεχώς αυξανόμενα ποσοστά. Κι απ΄το αίτημα της Άλις Βάιντελ επικεφαλής του AFD «Εναλλακτική για τη Γερμανία» για δημοψήφισμα αποχώρησης της χώρας της απ΄την Ευρωπαϊκή Ένωση, οδηγούμαστε στην άλλη εκλογική μάχη εκτός Ε.Ε, της κάλπης του Ηνωμένου Βασιλείου. Ο Ρίσι Σούνακ και οι συντηρητικοί μετά από 14 συναπτά έτη φαίνεται να δίνουν τη σκυτάλη στο εργατικό κόμμα του Κιρ Στάρμερ, που καλείται να διορθώσει τα δεινά του Brexit, τη συρρίκνωση της οικονομίας και την κοινωνική ανισότητα.
Έρευνα του Ευρωπαϊκού Συμβουλίου Εξωτερικών Σχέσεων ανέλυσε ότι σε 9 από τις 27 χώρες της Ε.Ε και πιο συγκεκριμένα: Γαλλία, Αυστρία, Τσεχία, Βέλγιο, Ιταλία, Ουγγαρία, Πολωνία, Σλοβακία, Τσεχία, ακροδεξιά κόμματα ενδέχεται να κόψουν πρώτα το νήμα των εκλογών. Παράλληλα σε άλλες 9 χώρες: Γερμανία, Βουλγαρία, Ισπανία, Πορτογαλία, Σουηδία, Φιλανδία, Εσθονία, Λετονία, Ρουμανία, έχουν κλειδώσει την επικράτησή τους στη δεύτερη και την τρίτη θέση. Με τα παραπάνω, λοιπόν, δεδομένα και το συνασπισμό των ακροδεξιών ευρωβουλευτών με τους ευρωσκεπτικιστές, θα αποτελούν τον Ιούνιο την πλειοψηφία του ευρωπαϊκού κοινοβουλίου.
Για την εξέλιξη αυτή, έρχεται να δώσει φως μια μελέτη του London Business School που εξέτασε 140.000 ανθρώπους σε 69 χώρες τις δύο τελευταίες δεκαετίες. Έδειξε, λοιπόν, ότι όσο βαθύτερη είναι η οικονομική ανασφάλεια τόσο περισσότερο οι άνθρωποι τείνουν στην πιστή υποστήριξη αμφιλεγόμενων ηγετών που είναι ικανοί ακόμα και σε ποδογέτηση συνταγματικών αξιών, αρκεί να παρουσιάζονται σκληροτράχηλοι και ικανοί να διαλευκάνουν το οικονομικό αδιέξοδο.
Η μητέρα των μαχών θα κριθεί στην αντίπερα όχθη του Ατλαντικού. Τζο Μπάιντεν και Ντόναλντ Τραμπ διεκδικούν τη θέση τους στο Λευκό Οίκο με αμφίρροπο αποτέλεσμα. Το Νοέμβριο η Αμερική θα χωριστεί στα δύο. Η συρρίκνωση του πληθωρισμού της τάξεως του 3%, οι 200.000 νέες θέσεις εργασίας είναι το σύνθημα των Δημοκρατικών σε συνδυασμό με τη διασφάλιση της δημοκρατίας και τη συσπείρωση των δυνάμεων για τη διατήρηση της κοινωνικής συνοχής. Αντίθετα οι Ρεπουμπλικάνοι, ποντάρουν στην αδυναμία της φυσιογνωμίας του 82 χρόνου προέδρου. Η διεθνής πολιτική με τη συνεχή στήριξη της επιχείρησης του Ισραήλ στη Γάζα και οι αέναοι αριθμοί σφάγης των αμάχων Παλαιστινίων, επιβαρύνουν τα ποσοστά αποδοκιμασίας του Τζο Μπάιντεν.
Έτσι, αλώβητος απ’τη δικαστική διαμάχη εναντίον του και με ένα μαινόμενο ρεπουμπλικανικό κοινό να τον στηρίζει, ο Ντόναλντ Τραμπ αξιώνει την επιστροφή του στον Λευκό Οίκο, θέτοντας στη διεθνή σκηνή καίρια ερωτήματα για την επόμενη μέρα της θέσης των Η.Π.Α στο ΝΑΤΟ, του πολέμου της Ουκρανίας, των στενών της Ταϊβάν και της πυρόσβεσης της Μέσης Ανατολής.
Ταυτόχρονα, στην Ινδία, η οποία κινείται με ετήσια ανάπτυξη 7.3% αποτελώντας το υψηλότερο ποσοστό από όλες τις μεγάλες παγκόσμιες οικονομίες και με τη σταθερά αναπτυσσόμενη οικονομία της που σύμφωνα με την έκθεση της S&P Global Ratings μέχρι το 2030 θα αποτελεί την 3η ισχυρότερη οικονομία παγκοσμίως, δίνεται μεγάλη ώθηση στον Ναρέντρα Μόντι ενόψει των εθνικών εκλογών λίγο πριν τον Μάϊο. Περίπου 6 ολόκληρες εβδομάδες αναμένεται να κρατήσει η εκλογική διαδικασία με 900 εκ. Ινδούς να πρέπει να ζυγίσουν την πρωταγωνιστική οικονομική πορεία της χώρας τους στη διεθνή σκηνή, με την υποδαύλιση της εχθρότητας προς την μουσουλμανική μειονότητα και την ανθενωτική στάση του Μόντι στη γλωσσική και θρησκευτική ποικιλομορφία καταστέλλοντας τις ατομικές ελευθερίες επι των ημερών του.
Η εκλογική διαδικασία σε Ρωσία και Τουρκία έλαβε λήξη. Σε κούρσα δίχως αντίπαλο, ο Ρώσος πρόεδρος, Βλαντιμίρ Πούτιν τον Μάρτιο ανανέωσε τη θητεία του στο Κρεμλίνο. Ο 71 χρόνος νυν πρόεδρος που βρίσκεται στην εξουσία σχεδόν ένα τέταρτο του αιώνα με την αναθεώρηση του Συντάγματος μπορεί να κυβερνά μέχρι το 2036. Το συντριπτικό ποσοστό του Ρώσου Προέδρου κατοχυρώνεται έναν ακριβώς μήνα μετά του αιφνιδίου θανάτου του εξέχοντος αντιπάλου του, Αλεξέι Ναβάλνι, αφήνοντας πολλά ερωτήματα νωπά και αναπάντητα.
Αντίστοιχα, στη γείτονα χώρα μας, ο Ρετζέπ Ταγίπ Ερντογάν υπέστη τη χειρότερη ήττα στην ιστορία του, όπως αναφέρουν πολιτικοί επιστήμονες της Τουρκίας. Εκατομμύρια ψηφοφόροι αντιτάχθηκαν στην οικονομική κρίση και τη βαθύτερη φτώχεια δίνοντας ηχηρό μήνυμα στις δημοτικές εκλογές της 31ης Μαρτίου. Στην πολιτική γενέτειρα του Ερντογάν, στην Κωνσταντινούπολη, ο Εκρέμ Ιμάμογλου επανεκλέγεται με το υψηλό ποσοστό της τάξεως του 50%, αντιστοίχως ο Μανσούρ Γιαβάς με ποσοστό σχεδόν 59% ως υποψήφιος της αντιπολίτευσης έναντι του ΑΚΡ επανεκλέγεται στην Άγκυρα, και τέλος στη Σμύρνη με 48% ο Τζεμίλ Τουτζάι και οι κεμαλιστές διατηρούν την ηγεσία της πόλης.
Εν έτει 2024 τα τύμπανα πολέμου ηχούν εκκωφαντικά. Πρόσφυγες, κλιματική κρίση, τρομοκρατία, πληθωρισμός. Όλα τίθενται επί τάπητος την επόμενη μέρα της εκλογής των θεσμών. Η διεθνής πολιτική σκηνή δοκιμάζεται στην τροχοπέδη της παγκόσμιας συνεργασίας των ηγετών. Μία ψήφος μπορεί να μην αλλάζει τα πάντα, αλλά 3.8 δισεκατομμύρια ψήφοι μπορούν και η καταμέτρηση μόλις ξεκίνησε...
Μιχάλης Αναστασόπουλος
α. Δικηγόρος
Αν. Γραμματέας Διεθνών Σχέσεων ΟΝΝΕΔ