Το κλίμα στη συνάντηση Μητσοτάκη-Ερντογάν ήταν, κατά τα φαινόμενα, καλό - ίσως και υπέρ το δέον ή περισσότερο απ’ όσο είχε αρχικά υπολογιστεί. Και μπορεί ο χρόνος να ήταν περιορισμένος, ήταν όμως αρκετός, προκειμένου να δρομολογηθούν ορισμένες άμεσες εκκρεμότητες, όπως ο προσδιορισμός του επόμενου Ανώτατου Ελληνοτουρκικού Συμβουλίου, αλλά και η υπόμνηση της ανάγκης για αναβάθμιση της συνεργασίας στο μεταναστευτικό.
Ο Ελληνας πρωθυπουργός έθεσε στον Τούρκο πρόεδρο την ανάγκη εμβάθυνσης της ελληνοτουρκικής συνεργασίας, με στόχο την ουσιαστική ανάσχεση των ροών. Για τη βελτιστοποίηση της συνεργασίας σύντομα θα λάβει χώρα και η αναβληθείσα συνάντηση του Νίκου Παναγιωτόπουλου με τον κ. Γερλίκαγια. Κρίσιμο ζήτημα παραμένει η υλοποίηση της δέσμευσης να ξεκινήσει η Τουρκία να δέχεται επιστροφές μεταναστών, η οποία απορρέει από την Κοινή Δήλωση του 2016.
Ο Τούρκος πρόεδρος, με την εν γένει παρουσία του στη Σύνοδο του ΟΗΕ, εμφανίστηκε μάλλον προσγειωμένος και πρόθυμος να συνεργαστεί με τη Δύση. Ακόμη και η αναφορά του για την αναγνώριση των Κατεχομένων ως ανεξάρτητο κράτος με το όνομα Τουρκική Δημοκρατία της Βόρειας Κύπρου αποσκοπούσε αποκλειστικά στο χάιδεμα των αυτιών του εσωτερικού του ακροατηρίου.
Τα θετικά αποτελέσματα της συνάντησης φάνηκαν και από την ανακοίνωση της τουρκικής προεδρίας, η οποία επισήμανε ότι «οι δύο χώρες μπορούν να προχωρήσουν με σταθερά βήματα προς το μέλλον στη βάση της καλής γειτονίας» με στόχο «την ενίσχυση του διαλόγου, σύμφωνα με τη διατύπωση και το πνεύμα της Διακήρυξης των Αθηνών, ώστε να ωφεληθούν και οι δύο χώρες».