4 Νοεμβρίου 1979: Τριακόσιοι Ιρανοί συγκεντρώνονται έξω από την αμερικανική πρεσβεία της Τεχεράνης απαιτώντας την έκδοση του σάχη Μοχάμεντ Ρεζά Παχλαβί, ο οποίος ήταν ενεργούμενο στρατιωτικού πραξικοπήματος που είχαν οργανώσει από κοινού η CIA και η ΜΙ6 τη δεκαετία του 1950. Εισβάλλουν στο κτήριο και κρατούν ως ομήρους 52 Αμερικανούς διπλωμάτες, αλλά και 20 Ιρανούς υπαλλήλους. Η ομηρία τους θα διαρκέσει 444 ημέρες. Οι όμηροι αφέθηκαν ελεύθεροι στις 19 Ιανουαρίου 1981 και επέστρεψαν στις ΗΠΑ, ενώ μία ομάδα έξι Αμερικανών είχε καταφέρει να ξεγλιστρήσει από τα χέρια των Ιρανών και να βρει καταφύγιο στην οικία του Καναδού πρέσβη. Η κρίση έληξε με τη διακήρυξη του Αλγερίου που υπογράφτηκε στις 19 Ιανουαρίου 1981 και η οποία, μεταξύ άλλων, προέβλεπε πως οι ΗΠΑ δεν θα αναμειγνύονταν στρατιωτικά ή πολιτικά στις εσωτερικές υποθέσεις του Ιράν.

Η κατάληξη της κρίσης χαρακτηρίστηκε ως ήττα της εξωτερικής πολιτικής των ΗΠΑ έχοντας αρνητικές επιπτώσεις στην υποψηφιότητα του τότε προέδρου, Τζίμι Κάρτερ. Οδήγησε στη διακοπή των διπλωματικών σχέσεων μεταξύ Τεχεράνης και Ουάσιγκτον, σηματοδοτώντας παράλληλα την έναρξη μιας έντονης και μακράς περιόδου εχθρότητας μεταξύ των δύο χωρών. Η κρίση των ομήρων έλαβε χώρα σε μια περίοδο πολιτικής και κοινωνικής αστάθειας που διαδέχτηκε τα γεγονότα της ιρανικής επανάστασης. Ενώ για τον υπόλοιπο κόσμο το γεγονός της κατάληψης αντιμετωπίστηκε ως μια διεθνής κρίση, για το Ιράν υπήρξε κυρίως ένας αγώνας στο εσωτερικό της χώρας με αναφορά στο δημοψήφισμα για το νέο σύνταγμα.