Ήταν απόγευμα της 23ης Ιουλίου 2018. Ο ουρανός έμοιαζε να ματώνει. Ο άνεμος ούρλιαζε. Και η φωτιά κατέβαινε από το βουνό σαν τιμωρός. Στον Νέο Βουτζά και στο Μάτι, σε λιγότερο από δύο ώρες, η ζωή μετατράπηκε σε στάχτη. Σήμερα, επτά χρόνια μετά την εθνική τραγωδία, η μνήμη καίει ακόμη για τους 104 νεκρούς, που χάθηκαν άδικα και βίαια μέσα σε μια φωτιά που δεν ήταν μόνο φυσική καταστροφή, αλλά κυρίως σύμπτωμα κρατικής αδράνειας,έλλειψης συντονισμού και ολέθριας πολιτικής διαχείρισης πριν και μετά.
Άλλοι 57 άνθρωποι έμειναν πίσω, σημαδεμένοι βαθιά, στο σώμα και στην ψυχή. Οι πληγέντες φωνάζουν από την πρώτη στιγμή ότι οι νεκροί είναι στην πραγματικότητα 120 λόγω των αταυτοποίητων μελών σορών που βρήκαν θαμμένα όλα μαζί, στοιβαγμένα σε ομαδικό τάφο στον Μαραθώνα.
Η 23η Ιουλίου δεν είναι απλώς μια ημερομηνία. Είναι υπενθύμιση. Του τι μπορεί να συμβεί όταν η πολιτεία δεν βλέπει, δεν ακούει και –το πιο σημαντικό– ολιγωρεί και δεν προλαβαίνει. Είναι κραυγή για δικαιοσύνη, λογοδοσία και μνήμη.
Η φετινή τραγική επέτειος είναι η πρώτη μετά τον επώδυνο επταετή δικαστικό αγώνα των πληγέντων. Μάλιστα, τα τρία από τα επτά χρόνια οι περισσότεροι εξ αυτών τα έχουν περάσει μέσα σε μια αίθουσα δικαστηρίου, σφίγγοντας τη γροθιά και αντλώντας κουράγιο με σκοπό την τελική δικαίωση. Αυτή που για αυτούς δεν θα έρθει ποτέ. Γιατί στάθηκαν απέναντι από 21 κατηγορούμενους που δικάστηκαν για πλημμελήματα και όχι για το κακούργημα της θανατηφόρας έκθεσης σε κίνδυνο, όπως ζητούσαν μετ’ επιτάσεως από την πρώτη ώρα. Γιατί έπρεπε να περιμένουν επτά ολόκληρα χρόνια για να δουν τέσσερις από τους 21 να περνούν τα κάγκελα της φυλακής. Γιατί γνωρίζουν ότι με εκτιτέα ποινή φυλάκισης πέντε ετών, πολύ σύντομα και οι τέσσερις καταδικασθέντες θα είναι και πάλι ελεύθεροι. Γιατί οι υπόλοιποι έξι που κρίθηκαν ένοχοι για σωρεία λανθασμένων πράξεων και παραλείψεις έφυγαν ελεύθεροι από το δικαστήριο, έχοντας την υποχρέωση να καταβάλουν συνολικά περίπου 40.000 ευρώ, ή αλλιώς 10 ευρώ την ημέρα, ως ποινή, αντί των 238 ετών φυλάκισης από τα οποία εκτιτέα θεωρούνται μόλις τα πέντε. Γιατί είδαν όλους τους αυτοδιοικητικούς κατηγορούμενους να αθωώνονται για δεύτερη φορά, ωσάν να μην είχαν καμία απολύτως ευθύνη και συνεισφορά στο τραγικό αποτέλεσμα.
Σε κάθε περίπτωση, οι οικογένειες των νεκρών και οι εγκαυματίες περιμένουν την καθαρογραφή της δευτεροβάθμιας δικαστικής απόφασης που εκφωνήθηκε στις 3 Ιουνίου για να τη μελετήσουν και να αποφασίσουν αν συντρέχουν οι προϋποθέσεις για να αιτηθούν αναίρεσης του αθωωτικού σκέλους της απόφασης, ενώπιον του Αρείου Πάγου.
Το ελληνικό Δημόσιο, διά του υπουργείου Εθνικής Οικονομίας και Οικονομικών και του υπουργού, Κυριάκου Πιερρακάκη, πέρασε διάταξη με βάση την οποία το ελληνικό Δημόσιο παραιτείται της έφεσης σε όλες τις κερδισμένες αγωγές των οικογενειών θυμάτων και λοιπών πληγέντων του Ματιού. Με άλλα λόγια, οι συγγενείς των νεκρών και οι εγκαυματίες απαλλάσσονται από τη βάσανο της επαναληπτικής εκδίκασης των αγωγών τους, περιμένοντας να δουν αν θα τις ξανακερδίσουν για να λάβουν τις αποζημιώσεις τους, ως ελάχιστη κίνηση συμπαράστασης στον πόνο που βιώνουν.
«Πάρκο μνήμης»
Είναι συγκινητική η πρωτοβουλία στενού φίλου του τραγικού πατέρα Γιάννη Φιλιππόπουλου που την αποφράδα ημέρα έχασε στη φωτιά τα δίδυμα κοριτσάκια του, Σοφία και Βασιλική. Τα 9χρονα αγγελούδια βρέθηκαν κουλουριασμένα στην αγκαλιά των παππούδων, που έγιναν ασπίδα κόντρα στη λαίλαπα. Κανείς τους δεν διασώθηκε. Στη μνήμη των μικρών κοριτσιών, ο Αγγελος Κοντοθάνος προσπαθεί να δημιουργήσει ένα πάρκο αναψυχής στο Μαυρολιθάρι Φωκίδας, αγαπημένο χώρο των παιδιών, που επισκέπτονταν συχνά. Ως ύστατο αντίο στις αθώες ψυχές-θύματα του πύρινου ολέθρου.
ΚΑΛΛΙ ΑΝΑΓΝΩΣΤΟΥ
Πολυεγκαυματίας, πρόεδρος Συλλόγου Συγγενών Θανόντων και Εγκαυματιών της 23ης Ιουλίου 2018
Ενα έγκλημα που αφορά τους πάντες
Εχουν μεσολαβήσει επτά χρόνια από την 23η Ιουλίου 2018. Ούτε ο πόνος, ούτε η θλίψη έχουν φύγει, ούτε και το βίωμα από μέσα μας. Δεν έχει καταλαγιάσει ούτε η φωτιά ούτε το συναίσθημα απ’ όλα αυτά που συνέβησαν. Παραμένουν εδώ, είναι ενεργά, και αυτό που έχει προστεθεί είναι η γνώση που έχουμε αποκομίσει αυτά τα χρόνια για το τι μπορεί να σημαίνει τόσο στα θύματα, σε εμάς, αλλά όσο και στην κοινωνία. Γιατί αυτό που έχουμε δει είναι δυστυχώς ότι όσο εύκολα καιγόμαστε, άλλο τόσο ξεχνιόμαστε. Και όσο εύκολα γίνεται κάτι σε αυτή τη χώρα, τόσο εύκολα το αφήνουμε στην άκρη και δεν ψάχνουμε να βρούμε πώς μπορούμε να το διορθώσουμε, πώς θα μπορέσουμε να προλάβουμε ενδεχόμενες καταστάσεις, τραγωδίες όπως αυτή, και πώς θα μπορέσουμε να λειτουργήσουμε σαν κράτος για τους πολίτες του. Είναι πραγματικά οδυνηρό ύστερα από επτά χρόνια να βλέπουμε και να ξέρουμε ότι αυτό το έγκλημα έτυχε τελικά αυτής της αποδοχής. Αφορούσε και αφορά τους πάντες και έκαψε και σκότωσε 120 ψυχούλες, μωρά παιδιά, μικρά παιδιά, νέους, συντρόφους, γονείς και άλλους, που μας άφησε πίσω με έναν τεράστιο πόνο που δεν θα τελειώσει ποτέ κι ένα τεράστιο μαρτύριο καθημερινό καθώς και ένα βάρος πολύ ειδικό.
Το γεγονός ότι η επέτειος έρχεται λίγο μετά την τελεσίδικη δικαστική απόφαση, το μόνο βασικά που μας δίνει είναι κι άλλη απογοήτευση, γιατί δεν εισακουστήκαμε και δεν μας είδε κανείς γι’ αυτά που πάθαμε, προκειμένου να μην ξανασυμβεί κάτι. Η δικαστική απόφαση που βγήκε αφήνει ανοικτό και το παράθυρο για οποιονδήποτε το επιθυμεί να συνεχίσει να λειτουργεί με τον ίδιο τρόπο. Θα συνεχίσουμε τους αγώνες μας, με σκοπό να καταφέρουμε να αλλάξουμε κάτι σε αυτόν τον τόπο, για να μπορούμε να αισθανόμαστε πιο ασφαλείς.
ΜΑΙΡΗ ΑΒΡΑΜΙΔΟΥ
Συγγενής θυμάτων, αντιπρόεδρος Συλλόγου Συγγενών Θανόντων και Εγκαυματιών της 23ης Ιουλίου 2018
Κίνδυνος παραγραφής
Παρότι πέρασαν επτά χρόνια, για εμάς ο χρόνος δεν έχει λειτουργήσει θεραπευτικά, αλλά προσθετικά, δηλαδή κάθε χρόνος προστίθεται στο πένθος. Τρία χρόνια μέσα στη δικαστική αίθουσα έχουμε περάσει πολύ δύσκολα, με όλη την απαξίωση που έχουμε υποστεί και στο πρωτόδικο δικαστήριο και στο Εφετείο. Ολα αυτά μας έχουν επιβαρύνει περισσότερο. Δεν έχουμε βρει καμία δικαίωση επί της ουσίας. Παρότι τέσσερις άνθρωποι μπήκαν στη φυλακή, δεν αποδόθηκε δικαιοσύνη, γιατί λείπουν πάρα πολλοί από το κατηγορητήριο εξαρχής, η Αστυνομία, το Λιμενικό, το ΕΚΑΒ, το Δασαρχείο και βέβαια αυτοί οι τέσσερις πολύ σύντομα θα αποφυλακιστούν. Ζητούσαμε εξαρχής να μετατραπεί η κατηγορία της ανθρωποκτονίας από αμέλεια σε κακούργημα και δεν έγινε ποτέ. Το είπε και η εισαγγελέας στην πρότασή της, αλλά εξήγησε ότι δεν το ζητά από το δικαστήριο, γιατί δεν θέλει να είναι η εισαγγελέας που θα παραγράψει το Μάτι. Που έτσι κι αλλιώς, έτσι όπως είναι τα πράγματα, δεν ξέρω αν γλιτώνουμε την παραγραφή.
ΓΙΩΡΓΟΣ ΚΑΪΡΗΣ
Συγγενής θύματος, γραμματέας Συλλόγου Συγγενών Θανόντων και Εγκαυματιών της 23ης Ιουλίου 2018
Να μην ξεχάσουμε
Η έβδομη επέτειος από την τραγωδία με βρίσκει θυμωμένο, γιατί ύστερα από επτά ολόκληρα χρόνια δεν έχει αλλάξει τίποτα, κάποιες μόνο μικρές αλλαγές έχουν γίνει, κι αυτές οφείλονται σε κάποιους εξ ημών που δεν το έχουμε αφήσει να ξεχαστεί και προσπαθούμε να αφήσουμε μια παρακαταθήκη για την κοινωνία. Οι άνθρωποί μας δεν πρόκειται να ξαναγυρίσουν, οι εγκαυματίες δεν πρόκειται να επανέλθουν στη φυσιολογική τους κατάσταση, θα ζουν εσαεί με τα προβλήματά τους. Εμείς προσπαθούμε να βάλουμε ένα μικρό λιθαράκι για να υπάρξει κάποια αλλαγή. Δικαστικά δεν έχουν αποδοθεί οι πραγματικές ευθύνες. Αυτό που μας έδωσε λίγο θάρρος είναι ότι από τον αγώνα και την επιμονή μας, για πρώτη φορά στη Μεταπολίτευση, είδαμε τέσσερις αξιωματούχους να οδηγούνται στη φυλακή.
ΙΩΑΝΝΑ ΓΑΤΟΠΟΥΛΟΥ
Εγκαυματίας
Εν μέρει δικαίωση
Είναι μια θλιβερή επέτειος που μας έχει αφήσει πάρα πολλά άσχημα, που σε εμάς τους εγκαυματίες σημαίνει ριζική αλλαγή τρόπου ζωής. Αναγκαζόμαστε να προφυλασσόμαστε πάρα πολύ από τον ήλιο, με έντονη χρήση αντηλιακού, μακρυμάνικες μπλούζες και κυκλοφορία εκτός ωρών υψηλών θερμοκρασιών. Εχει αλλάξει γενικά η ζωή, σε ζωή πριν από την τραγωδία και μετά την τραγωδία. Ο ιερέας στο προχθεσινό μνημόσυνο ζήτησε τη συγχώρεση των υπαιτίων, για εμένα πρέπει ο Θεός να τους τιμωρήσει. Η δικαστική απόφαση προσέφερε εν μέρει δικαίωση, γιατί οι υπόλοιποι έξι καταδικασθέντες έφυγαν ελεύθεροι με ένα γελοίο χρηματικό ποσό, όπως και πρωτόδικα. Αισθάνθηκα ότι με κοροϊδεύουν, με εμπαίζουν.