Ηχηρή παρέμβαση από τον πρώην υφυπουργό Γιώργο Μαυραγάνη με αφορμή τις δηλώσεις στελεχών του ΠΑΣΟΚ για αύξηση της φορολογίας στα μερίσματα. Όπως εξηγεί μια τέτοια κίνηση θα μείωνε σοβαρά την επενδυτική ανταγωνιστικότητα της χώρας συνολικά.
Το θέμα ήρθε και πάλι στην επιφάνεια από τις δηλώσεις του Παναγιώτη Δουδωνή, επικεφαλής του ψηφοδελτίου Επικρατείας του ΠΑΣΟΚ, ο οποίος μίλησε για αύξηση της φορολογίας των μερισμάτων προκαλώντας έντονες αντιδράσεις, ανάλογες με αυτές που υπήρξαν όταν ανάλογες δηλώσεις είχε κάνει ο Γιάννης Δραγασάκης του ΣΥΡΙΖΑ.
Η ανάρτηση του Γιώργου Μαυραγάνη έρχεται απλά να επιβεβαιώσει τα προβλήματα που θα δημιουργηθούν στη χώρα συνολικά. Και ο Γιώργος Μαυραγάνης είναι βαθύς γνώστης αυτών των θεμάτων. Δικηγόρος παρ’ Αρείω Πάγω, Πρόεδρος της Φορολογικής Ακαδημίας του Ευρωπαϊκού Οργανισμού Δημοσίου Δικαίου, πρώην Υφυπουργός Οικονομικών (2012-2015). Διετέλεσε Γενικός Διευθυντής Φορολογικού Τμήματος KPMG (2007-2012) και μέλος Διοικητικού Συμβουλίου της KPMG, Επισκέπτης Καθηγητής στο Οικονομικό Πανεπιστήμιο Αθηνών, Τμήμα Οργάνωσης και Διοίκησης Επιχειρήσεων (2008-2010, 2016-2017) και Τμήμα Λογιστικής και Χρηματοοικονομικής (2016). Κάτοχος διδακτορικού (1992-Υποτροφία Υπουργείου Οικονομικών πρόγραμμα ΝΑΤΟ) και Master – LL.M. (1989) από το Πανεπιστήμιο του Λονδίνου (UCL) και πτυχίου του Νομικού Τμήματος της Νομικής Σχολής του Πανεπιστημίου Αθηνών (1987).
Με απλά λόγια γνωρίζει το θέμα. Και τι λέει;
«Μια ανάρτηση μου στο FB που εξηγεί το λάθος ή την πραγματική βούληση ΠΑΣΟΚ να αυξήσει φορολογία. Ακούσαμε τις τελευταίες ώρες για σχέδια φορολόγησης των μερισμάτων με 15%. Όσοι πιστεύουν ότι η φορολογία μερισμάτων είναι χαμηλή τώρα, σκόπιμα ή από άγνοια δεν λαμβάνουν υπόψη τους ότι επιστημονικά η σχετική φορολογία συνυπολογίζεται με τη φορολογία των εταιριών για να προκύψει η τελική επιβάρυνση του επενδυτή».
Και συνεχίζει: «Δηλαδή στις 100 μονάδες κέρδους 22 είναι η φορολογία εταιριών και 11,7 (100-22 Χ 15%) θα είναι η φορολογία μερίσματος δηλαδή συνολική επιβάρυνση 33,7 για τον επενδυτή, γεγονός που θα μειώσει την επενδυτική μας ανταγωνιστικότητα σοβαρά».
Για να καταλήξει ότι «φαίνεται ότι κάποιοι εζήλωσαν την δόξα του Κατρούγκαλου».
Η ανάλυση του Κωστή Πλάντζου
Η ανάλυση του Κωστή Πλάντζου για το protothema.gr έρχεται απλά να επιβεβαιώσει όλους όσοι αντέδρασαν. Επικαλείται σε αυτή και την ανάρτηση του Γιώργου Μαυραγάνη. Και αναφέρει, μεταξύ άλλων, πως οι προτάσεις για την επιβολή νέων φόρων που έρχονται στο προσκήνιο μπορεί να αποδειχθούν "Μπούμερανγκ" για τα κρατικά έσοδα αλλά και συνολικά για την εθνική οικονομία».
Και διευκρινίζει τα εξής:
- επί ΣΥΡΙΖΑ το 2016 με τον νόμο 4387 (κατά σύμπτωση πρόκειται για τον περίφημο «νόμο Κατρούγκαλου») ο φόρος στα μερίσματα είχε αυξηθεί στο 15% (άρθρο 114). Αποτέλεσμα ήταν μεγάλες επιχειρήσεις να σταματήσουν να δίνουν μέρισμα, ενώ άλλες κατέφυγαν μαζικά σε … "επιστροφή κεφαλαίων", που ήταν 100% αφορολόγητη. Πρακτικά, το κράτος δεν κέρδισε το έσοδα που ανέμενε.
- αντιθέτως το 2019 με τον νόμο 4646 η κυβέρνηση ΝΔ μείωσε τον συντελεστή από 10% σε 5%. Επειδή την προηγούμενη χρονιά είχαν εισπραχθεί και δηλωθεί μερίσματα 1,5 δισ. ευρώ, η Έκθεση του Γενικού Λογιστηρίου προϋπολόγισε ότι αντί 150 εκατ. ευρώ το κράτος θα χάσει έσοδα 75 εκατομμυρίων. Αντί να εισπράξει όμως 75 εκατομμύρια, τη χρονιά εκείνη εισέπραξε… πάνω από 200 εκατομμύρια ευρώ! Και ο λόγος ήταν ότι δηλώθηκαν τελικά μερίσματα ύψους 5 δισ. ευρώ! Κέρδισε δηλαδή και 50 εκατομμύρια παραπάνω από όσα όταν ο φόρος ήταν διπλάσιος.
Στην πράξη, οι επιχειρήσεις έχουν πάντα την επιλογή να διανείμουν ή όχι μέρισμα στους μετόχους. Και πράγματι, η Ελλάδα έχει σήμερα το χαμηλότερο φόρο μερισμάτων στην ΕΕ. Πέραν όμως από τον φόρο 5% η Ελλάδα φορολογεί τα κέρδη των επιχειρήσεων με 22%. Συνεπώς η φορολογία για τα ίδια κέρδη φτάνει ήδη στο 27%. Για λόγους προσέλκυσης επενδύσεων, το 2019 η χώρα επέλεξε να κρατήσει χαμηλά το φόρο, για να μην επιλέγουν άλλους προορισμούς ή off shore οι επιχειρήσεις.
Γονικές παροχές
Για το θέμα αυτό στην ίδια ανάλυση υπογραμμίζει:
«Υπερ-κοστολογημένο φαντάζει όμως και το μέτρο της φορολόγησης στις γονικές παροχές. Μέχρι πρόπερσι που ο φόρος στη γονική παροχή μηδενίστηκε, απέφερε στο κράτος 25- 26 εκατ. ευρώ όλα και όλα. Ακόμα και αν το αφορολόγητο όριο περιουσίας μειωθεί, από 800 χιλιάδες σήμερα, σε 300-400 χιλιάδες ευρώ ενδεχομένως, το μέτρο δεν φαίνεται που να μπορεί να αποφέρει πάνω από 10 ή 12 εκατ. ευρώ το πολύ. Αν τεθεί υψηλότερα, το όφελος θα είναι μικρότερο. Και πάντως, θα πλήξει περισσότερο όσους έχουν μεσαίες περιουσίες (πχ 2 ή 3 ακίνητα αξίας 200-300 χιλιάδων ευρώ) παρά εκείνους που έχουν τεράστιες και ήδη πληρώνουν φόρο»