Απαντώντας σε κατηγορίες γύρω από την ποινική μεταχείριση των αδικημάτων απάτης και απιστίας εις βάρος των οικονομικών συμφερόντων της Ευρωπαϊκής Ένωσης, ο Κυβερνητικός Εκπρόσωπος, Παύλος Μαρινάκης, ξεκαθάρισε πως δεν έχει υπάρξει καμία μεταβολή στο νομικό πλαίσιο σε ό,τι αφορά τη βαρύτητα των ποινών.

Όπως δήλωσε χαρακτηριστικά, «είναι άλλη μία “φοβερή αποκάλυψη” ότι με νόμο του 2020 η απάτη και η απιστία έγιναν από κακούργημα... πλημμέλημα. Δεν ισχύει».

Ο κ. Μαρινάκης επισήμανε ότι τόσο πριν όσο και μετά την ψήφιση του νόμου 4689/2020, η απάτη και η απιστία που στρέφονται κατά των οικονομικών συμφερόντων της Ευρωπαϊκής Ένωσης και επιφέρουν ιδιαιτέρως μεγάλη ζημία, συνιστούν κακουργήματα και τιμωρούνται με ποινή κάθειρξης.

Συγκεκριμένα, ο νόμος του 2020 ενσωματώνει την Ευρωπαϊκή Οδηγία 2017/1371, η οποία προβλέπει την επιβολή πλημμεληματικής ποινής μόνο εφόσον η εσωτερική νομοθεσία δεν θεσπίζει βαρύτερη κύρωση. Όπως τόνισε ο κ. Μαρινάκης, ο Ποινικός Κώδικας της χώρας μας προβλέπει σαφώς βαρύτερη κύρωση, όταν η ζημία υπερβαίνει τις 120.000 ευρώ, κάτι που διατηρεί τον κακουργηματικό χαρακτήρα των πράξεων αυτών.

Ο κ. Μαρινάκης υπενθύμισε ακόμη ότι οι σχετικές διατάξεις του Ποινικού Κώδικα παραμένουν ενεργές:

  • Άρθρο 375: Υπεξαίρεση
  • Άρθρο 386: Απάτη
  • Άρθρο 386Β: Απάτη σχετική με επιχορηγήσεις
  • Άρθρο 390: Απιστία

Επιπλέον, όπως αποκάλυψε, ακόμη και το διαβιβαστικό της Ευρωπαϊκής Εισαγγελίας που αφορά σε πρόσφατη υπόθεση, κάνει ρητή αναφορά σε κακουργηματική μορφή απιστίας, γεγονός που επιβεβαιώνει πλήρως την ισχύουσα ποινική αντιμετώπιση.

«Άρα, για άλλη μία φορά… τζίφος», κατέληξε με σκωπτικό τόνο ο Παύλος Μαρινάκης, απορρίπτοντας κατηγορηματικά τους υπαινιγμούς περί αποδυνάμωσης των ποινών για οικονομικά εγκλήματα κατά της Ε.Ε.