Πέρασαν δεκατέσσερα χρόνια από κείνη τη μαύρη μέρα που οι παράφρονες έβαλαν φωτιά στη Marfin κι έκαψαν ζωντανούς τους εργαζόμενους. Τους νεκρούς τούς έκλαψαν οι συγγενείς τους, το κράτος έκανε το χρέος του με μια μαρμάρινη πλάκα, οι παράφρονες έκτοτε τη βανδαλίζουν σε κάθε ευκαιρία – είναι οι ίδιοι που απαιτούν ανδριάντες, εθνικές αργίες και ικριώματα, αλλά για άλλους νεκρούς.
Ίσως δεν έχουμε άλλο όμοιο τόσο κραυγαλέο παράδειγμα ατόφιας αναισθησίας απέναντι σε νεκρούς: όποιος πέφτει σε δυστύχημα, σε στραβοτιμονιά, αυτομάτως γίνεται ήρωας, συλλογικό πένθος, όποιος πέφτει από μολότοφ, γίνεται θέμα μεταξύ συγγενών και φίλων. Δεν περισσεύει δάκρυ, μνήμη, δεν υπάρχει μάνα-σύμβολο να πάρει σβάρνα τα κανάλια, τα μέσα κοινωνικής δικτύωσης, τα ευρωπαϊκά φόρα.
Οι νεκροί των μολότοφ δεν έχουν εκπροσώπους, υποστηρικτές, δεν συμβολίζουν τίποτα. Οι μολότοφ πάει καιρός που αθωώθηκαν, αρκεί να ξέρεις πού να σταθείς την ώρα που πέφτουν, το είπε –και το χειρότερο είναι πως το εννοούσε– ο πρώην πρωθυπουργός Αλέξης Τσίπρας, δίνοντας έτσι άφεση στη δράκα των δολοφόνων της 35χρονης Παρασκευής Ζούλια, του 36χρονου Επαμεινώνδα Τσάκαλη και της 32χρονης εγκυμονούσας Αγγελικής Παπαθανασοπούλου, που βρήκαν τραγικό θάνατο από ασφυξία στο υποκατάστημα της τράπεζας στην οδό Σταδίου.
Δεκατέσσερα χρόνια και μία μέρα μετά το έγκλημα εκείνο παραμένει ανεξιχνίαστο για να θυμίζει σε ολοένα και πιο λίγους ότι η ιστορία της χώρας αντέχει και ανέχεται κάποιες σελίδες της γραμμένες με αίμα, που ξεθωριάζει γρήγορα και δεν αφήνει αποτύπωμα – σαν να μην έτρεξε τίποτα ποτέ…