Για την κλοπή αρχαιοτήτων από το Βρετανικό Μουσείο ρωτήθηκε η υπουργός Πολιτισμού Λίνα Μενδώνη σε συνέντευξή της στον τηλεοπτικό σταθμό του Alpha, απαντώντας πως πρόκειται για ένα πολύ ιδιαίτερο θέμα, δεδομένου ότι πρόκειται για πράξη που προέρχεται από ανθρώπους, οι οποίοι ήταν υπεύθυνοι για τη φύλαξη των συλλογών.

Δεν παρέλειψε να αναφερθεί και στο διαχρονικό αίτημα για την επανένωση των γλυπτών του Παρθενώνα, που αποτελεί εθνικό στόχο για την κυβέρνηση και τον πρωθυπουργό προσωπικά, ταυτίζεται χρονολογικά με την έναρξη του νέου ελληνικού κράτους. Παραμένει διαρκές εδώ και 200 χρόνια.

Η υπουργός Πολιτισμού σχετικά με τα σχέδια για την επιστροφή των γλυπτών του Παρθενώνα από το Βρετανικό Μουσείο στην Ελλάδα, τόνισε: «Στρατηγική η οποία ανακοινώνεται, παύει να είναι στρατηγική. Δεν μπορεί κανείς να παρουσιάζει αυτά τα οποία σκέφτεται να κάνει. Επαναλαμβάνω όμως κατηγορηματικά ότι η Ελλάδα αυτή τη στιγμή ακολουθεί απολύτως τις κόκκινες γραμμές οι οποίες έχουν τεθεί για αυτό το μείζον εθνικό θέμα, μη μπορώντας, σε καμία περίπτωση, να αναγνωρίσει οποιοδήποτε δικαίωμα ιδιοκτησίας, νομής και κατοχής στο Βρετανικό Μουσείο, καθώς τα γλυπτά του Παρθενώνα βρίσκονται εκεί ως προϊόν κλοπής».

Ξεκίνησε το πρόγραμμα ωριαίων ζωνών επισκεψιμότητας στην Ακρόπολη 

Επίσης, η υπουργός Πολιτισμού, με αφορμή το γεγονός ότι σήμερα, Δευτέρα 4 Σεπτεμβρίου, πραγματοποιήθηκε η έναρξη του προγράμματος ωριαίων ζωνών επισκεψιμότητας, αναφέρθηκε και στην προστασία του μνημείου, η οποία, όπως είπε, είναι βασικό μέλημα του υπουργείου.

Μίλησε για τη μελέτη του Οργανισμού Διαχείρισης και Ανάπτυξης Πολιτιστικών Πόρων (ΟΔΑΠ), από την οποία προκύπτει ότι ο ημερήσιος αριθμός επισκεπτών δεν μπορεί να υπερβαίνει τους 20.000, κατανεμημένοι σε συγκεκριμένο αριθμό ανά ζώνη της μίας ώρας. Παράλληλα, η υπουργός τόνισε ότι η μελέτη έχει λάβει υπόψη της τον χρόνο παραμονής και εξόδου των επισκεπτών, προκειμένου να αποφευχθεί ο υπερβολικός αριθμός παράλληλων επισκέψεων, ιδιαίτερα τις πρωινές ώρες, κατά τις οποίες έχει παρατηρηθεί μεγάλη συσσώρευση.

Επίσης, επεσήμανε και τα οφέλη στην εμπειρία του επισκέπτη του μνημείου. Ως αποτέλεσμα αυτής της κατανομής, ο επισκέπτης θα έχει τη δυνατότητα να επωφεληθεί ποιοτικότερου χρόνου, κατά την περιήγησή του, εμπλουτίζοντας τις πληροφορίες του για τον χώρο και την ιστορία του: «Στο υπουργείο Πολιτισμού, επειδή ο κύριος σκοπός του είναι ακριβώς η προστασία του ίδιου του μνημείου, αποφασίσαμε να περιορίσουμε τον αριθμό (σ.σ. των επισκεπτών ανά ημέρα) στους 20.000».

«Από εκεί και πέρα, το ωράριο από 08:00 έως 20:00, που ισχύει σήμερα έχει χωριστεί σε 12 ωριαίες ζώνες επισκεψιμότητας. Η κάθε ζώνη έχει συγκεκριμένο αριθμό επισκεπτών. Για παράδειγμα, η ζώνη 08:00-09:00 π.μ. έχει 3.000 άτομα. Δεν μπορούν να μπουν 3.000+1 επισκέπτες. Αυτό έχει ως αποτέλεσμα οι επισκέπτες να έχουν μεγαλύτερη δυνατότητα για σωστή περιήγηση και απόλαυση του μείζονος αυτού μνημείου», πρόσθεσε. 

Ακόμα, αναφορά έγινε και στη χρήση του προγράμματος ζωνών επισκεψιμότητας από επαγγελματίες του τουρισμού, οι οποίοι διαχειρίζονται συνήθως μεγάλο αριθμό επισκεπτών (γκρουπς). Η υπουργός τόνισε ότι από τον Ιούλιο μέχρι και τις πρώτες ημέρες του Σεπτεμβρίου, έχουν γίνει συστηματικές συναντήσεις των επαγγελματιών του τουρισμού με στελέχη του ΟΔΑΠ και της Εφορείας Αρχαιοτήτων Πόλης Αθηνών, προκειμένου να ενημερωθούν και να προσαρμοστούν στη νέα διαδικασία.

Στη συνέχεια, η κα Μενδώνη εξήγησε κάποια πράγματα για τη λειτουργία του προγράμματος: «Το πρόγραμμα είναι on line. Επομένως, μπορείς, ανά πάσα στιγμή, να μπεις και να δεις τη διαθεσιμότητα που υπάρχει. Ο στόχος είναι να αποφεύγουμε τη συσσώρευση η οποία συνέβαινε μέχρι χθες, με το 50% των επισκεπτών να θέλουν να ανέβουν στην Ακρόπολη το διάστημα 08:00-11:00 πμ».

«Αυτό ήταν προβληματικό για το μνημείο, αλλά και για τους ίδιους, διότι, εκ των πραγμάτων, στον χώρο των Προπυλαίων δημιουργείται ένας "λαιμός μπουκαλιού". Επομένως, με το να υπάρχουν οι ζώνες και να είναι αυστηρά καθορισμένος αριθμός ο οποίος έχει μελετηθεί και δίνει μια συνεχή ροή, όχι μόνο στον αρχαιολογικό χώρο, αλλά και στα Προπύλαια, αυτομάτως καθιστά την εμπειρία του επισκέπτη πολύ πιο θετική», κατέληξε.