Αύξηση της τάξεως του 51% σημείωσαν οι κρατικές επιχορηγήσεις στους φορείς του πολιτισμού, από το 2018 και μετά, σύμφωνα με στοιχεία που επικαλέστηκε η υπουργός Πολιτισμού, Λίνα Μενδώνη, στη Βουλή, με την ολομέλεια να εγκρίνει, χθες, κατά πλειοψηφία το ερανιστικό νομοσχέδιο.

«Είναι ένα νομοσχέδιο που λύνει πάρα πολλά θέματα φορέων του σύγχρονου πολιτισμού και των ανθρώπων του», είπε η υπουργός Πολιτισμού Λίνα Μενδώνη απαντώντας στα κόμματα της αντιπολίτευσης που κατηγόρησαν την κυβέρνηση ότι δεν έχει όραμα για τον πολιτισμό. «Άκουσα μετ’ επιτάσεως ότι αγνοείται το όραμα. Εάν μετά από πεντέμισι χρόνια, μία κυβέρνηση έχει μόνο όραμα και δεν έχει σχέδιο, έχει αποτύχει. Εμείς, λοιπόν, το όραμά μας το παρουσιάσαμε στις προγραμματικές δηλώσεις του 2019 και έκτοτε λειτουργούμε με ένα σαφές δομημένο και συγκροτημένο σχέδιο. Γι’ αυτό έχουν αυξηθεί οι πόροι. Γι’ αυτό τελειώνουν συνεχώς έργα, γι’ αυτό εγκαινιάζονται συνεχώς νέα μουσεία. Ακριβώς γιατί υπάρχει ένα συνεκτικό σχέδιο, το οποίο δεν υπήρχε τα προηγούμενα χρόνια όταν ο ΣΥΡΙΖΑ είχε καταδικάσει το υπουργείο Πολιτισμού σε αγρανάπαυση», σημείωσε η υπουργός Πολιτισμού.

Απαντώντας στις επισημάνσεις βουλευτών της αντιπολίτευσης ότι απαιτείται μεγαλύτερη κρατική χρηματοδότηση για τον πολιτισμό, η κ. Μενδώνη αναφέρθηκε στους πόρους από το 2018 και μετά.

Η πορεία των πόρων για τον πολιτισμό

«Το 2018 ο τακτικός προϋπολογισμός του υπουργείου Πολιτισμού ήταν 308 εκατομμύρια. Το 2019 ήταν 329 εκατομμύρια. Το 2024 -για να μην πω τα ενδιάμεσα, υπάρχει ανοδική πορεία, ούτε θα επικαλεστώ επιπλέον χρήματα που δόθηκαν την περίοδο του Covid- ήταν 350 εκατομμύρια ο τακτικός προϋπολογισμός. Θα μου πείτε 50 εκατομμύρια ή 40 εκατομμύρια παραπάνω αρκούν; Προφανώς δεν αρκούν. Όμως, δείχνει τη βούληση αυτής της κυβέρνησης να αυξάνει στα πλαίσια των δημοσιονομικών δυνατοτήτων την χρηματοδότηση στον πολιτισμό. Διότι λεφτόδεντρα άλλοι είχαν ή έλεγαν ότι είχαν. Αυτή η κυβέρνηση είναι πάρα πολύ συνεπής και πάρα πολύ προσεκτική στα δημοσιονομικά δεδομένα. Επομένως, από το 2018 μέχρι το 2024 έχουμε μια αύξηση της τάξεως του 14%», είπε η υπουργός Πολιτισμού.

Σε σχέση με τις κρατικές επιχορηγήσεις στους φορείς του πολιτισμού, όπως είπε, το 2018 ήταν 79 εκατομμύρια. Το 2019 ήταν 79 εκατομμύρια. Το 2023 ήταν 111 εκατομμύρια. Το 2024 ήταν 119 εκατομμύρια. «Επί της ουσίας, έχουμε μια αύξηση των επιχορηγήσεων από τον τακτικό προϋπολογισμό του υπουργείου της τάξεως του 51% περίπου. Τα λέω για να δούμε αυτή η κυβέρνηση του Κυριάκου Μητσοτάκη τι κάνει για τον πολιτισμό», ανέφερε.

Αναφορικά με το Πρόγραμμα Δημοσίων Επενδύσεων, η υπουργός πολιτισμού είπε ότι το 2018 ήταν 27,5 εκατομμύρια. Το 2019 ήταν 35 εκατομμύρια. Το 2023 ήταν 79.980 εκατομμύρια. Το 2024 ήταν 170 εκατομμύρια. Το 2025 είναι 318 εκατομμύρια. «Αν αυτό δεν σας λέει κάτι, εάν αυτό δεν επιβεβαιώνει τη μέριμνα της συγκεκριμένης Κυβέρνησης του συγκεκριμένου Πρωθυπουργού για τον πολιτισμό, τότε λυπάμαι. οι ίδιοι οι αριθμοί σας διαψεύδουν», σημείωσε.

Πνευματική ιδιοκτησία -οπτικοακουστικά μέσα

Στις διατάξεις του νομοσχεδίου για τα θέματα πνευματικής ιδιοκτησίας και το πρόγραμμα στήριξης των οπτικοακουστικών μέσων, γνωστό και ως «Cash Rebate», αναφέρθηκε ο υφυπουργός Πολιτισμού Ιάσων Φωτήλας. «Για πρώτη φορά θεσπίζεται η επιβολή διοικητικού προστίμου σε βάρος όσων αποκτούν παράνομα πρόσβαση σε οπτικοακουστικά έργα ή πρόσβαση που παρέχεται με συνδρομή, συνδρομητικές τηλεοράσεις και πλατφόρμες. Αντιμετωπίζουμε με θεσμικό τρόπο την παράνομη πώληση και αγορά λογισμικού ή εξοπλισμού, αποκωδικοποιητών που επιτρέπουν την παράνομη πρόσβαση στο πρόγραμμα συνδρομητικών τηλεοράσεων χωρίς την καταβολή του αντιτίμου της συνδρομής», είπε ο κ. Φωτήλας και επισήμανε ότι το νομοσχέδιο «προβλέπει την επιβολή προστίμου 750 ευρώ τόσο σε βάρος του ιδιώτη χρήστη, όσο και σε βάρος εκείνου που εμπορεύεται το παράνομο λογισμικό-εξοπλισμό, 5.000 ευρώ, πρόστιμο που θα διπλασιάζεται σε περίπτωση υποτροπής».

Ο υφυπουργός Πολιτισμού ανέφερε επίσης ότι με το νομοσχέδιο, δημιουργείται ένα «εμπεριστατωμένο και μελετημένο θεσμικό πλαίσιο» που προβλέπει την επέκταση του δικαιώματος προσφυγής στη διαδικασία δυναμικού αποκλεισμού, το λεγόμενο «dynamic blocking», σε περίπτωση επικείμενης παράνομης προβολής οπτικοακουστικών έργων μέσω διαδικτύου. «Οι παρεμβάσεις μας αυτές εκτιμάται ότι θα προστατεύσουν και θα ενισχύσουν τους δημιουργούς και τις δημιουργικές βιομηχανίες που συνεισφέρουν περιεχόμενο στους παρόχους και τις πλατφόρμες αυτές», ανέφερε ο κ. Φωτήλας.

Ο υφυπουργός Πολιτισμού αναφέρθηκε στο cash rebate. «Το ΕΚΚΟΜΕΔ έχει πραγματοποιήσει σημαντικά βήματα. Απλούστευσε τις διαδικασίες υπαγωγής και αποπληρωμής, μεταφέροντας τις υπογραφές από το πολιτικό επίπεδο στο διοικητικό επίπεδο του φορέα. Έχει κάνει υπαγωγές εξήντα τεσσάρων επενδυτικών σχεδίων με συνολική δημόσια δαπάνη σχεδόν 50 εκατομμυρίων ευρώ για συνολικές επενδύσεις στη χώρα 120 εκατομμυρίων ευρώ στον οπτικοακουστικό τομέα. Δημοσίευσε την κοινή υπουργική απόφαση για το νέο Cash Rebate Film και TV», είπε ο κ. Φωτήλας και υπογράμμισε ότι οι νέες διατάξεις ευθυγραμμίζουν αφενός ακόμα περισσότερο το καθεστώς τόσο με το ευρωπαϊκό πλαίσιο για τις κρατικές ενισχύσεις όσο και με το σύστημα διαχείρισης και ελέγχου του ΕΣΠΑ. Είπε επίσης ότι οι νέες διατάξεις αυστηροποιούν, εξορθολογίζουν και απλουστεύουν ακόμα περισσότερο το πλαίσιο χρηματοδότησης, προκειμένου να είναι και αποτελεσματικό, αλλά και βιώσιμο για το μέλλον. «Ο τομέας των οπτικοακουστικών και ψηφιακών για την κυβέρνηση και το υπουργείο Πολιτισμού αποτελούν κεντρική επιλογή», δήλωσε ο κ.Φωτήλας και εξήγησε: «Οφείλουμε να διασφαλίσουμε ότι τα χρήματα που εξασφαλίσαμε για το cash rebate θα καταλήξουν σε πραγματικές παραγωγές και δημιουργούς ωφελώντας τη χώρα μας και όχι σε διεθνείς θηρευτές που καραδοκούν. Την ίδια στιγμή, πρέπει να είμαστε ακόμα πιο αποτελεσματικοί στην εκκαθάριση των παλαιών αιτήσεων και γι’ αυτό υπάρχουν και οι παρεμβάσεις μας στις μεταβατικές διατάξεις. Σε κάθε περίπτωση, το cash rebate ακολουθεί τη λογική της σύγχρονης οπτικοακουστικής βιομηχανίας που μεταλλάσσεται και εξελίσσεται με εξαιρετικά γοργούς ρυθμούς. Για τον λόγο αυτό, και το νομοθετικό πλαίσιο της δημόσιας χρηματοδότησής της οφείλει να μεταλλάσσεται και να εξελίσσεται μαζί της».

Η πώληση των έργων τέχνης

Στο θέμα της πώλησης έργων τέχνης αναφέρθηκε η υπουργός Πολιτισμού Λίνα Μενδώνη.

«Προσωπικά εγώ θα ήμουν επίσης αντίθετη από την πώληση έργων τέχνης. Κατ’ αρχήν, να πούμε ότι δεν αφορούν αρχαιότητες. Να το ξεκαθαρίσουμε αυτό. Αφορούν νεότερα έργα τέχνης, τα οποία είναι κατατεθειμένα υπό διάφορες μορφές στα μουσεία σύγχρονης τέχνης και στην Εθνική Πινακοθήκη. Υπάρχουν καλλιτέχνες οι οποίοι δώρισαν με τη διαθήκη τους έργα στα μουσεία αυτά προκειμένου να πουληθούν, για να αγοραστούν με τα χρήματα αυτά έργα νέων καλλιτεχνών. Αντίστοιχοι τέτοιοι όροι έχουν τεθεί και σε δωρεές καλλιτεχνών», είπε η Λίνα Μενδώνη και θύμισε ότι ο Παναγιώτης Τέτσης δώρισε στην Εθνική Πινακοθήκη έναν πραγματικό θησαυρό περισσότερων από εκατό έργων του και ένας από τους όρους ήταν αυτά τα χρήματα, από την πώληση των έργων, να διατίθενται για αγορά έργων νέων καλλιτεχνών, για να μπουν και νέοι καλλιτέχνες σε αυτά τα μουσεία. «Επομένως, γι’ αυτήν τη διαδικασία επιβάλλεται, διότι αυτός είναι ο όρος του διαθέτη, είτε μετά τον θάνατό του είτε εν ζωή. Να θυμίσω ότι από το 2000 και μετά διατίθενται -μπορεί να μην είναι πολλοί οι πόροι- από το υπουργείο Πολιτισμού, από εθνικούς πόρους, πόροι στα μουσεία για να αγοράζουν έργα τέχνης σύγχρονων καλλιτεχνών», ανέφερε η κ. Μενδώνη.

Ο εισηγητής της Νέας Δημοκρατίας Μιχάλης Λιβανός ανέφερε ότι το νομοσχέδιο εντάσσεται σε ένα γενικότερο σχεδιασμό που έχει το υπουργείο Πολιτισμού προκειμένου να εκσυγχρονίσει τους φορείς που εποπτεύει, να βελτιώσει ζητήματα που αφορούν τη διοίκηση και τη λειτουργικότητα των οργανισμών, αλλά και να πετύχει την αύξηση της επιδραστικότητάς τους. Σημείωσε επίσης ότι μεγάλο μέρος των ρυθμίσεων έχουν προκύψει κυρίως έπειτα από μεγάλη διαβούλευση και με τις αρμόδιες εμπλεκόμενες υπηρεσίες, τους ίδιους δηλαδή τους εποπτευόμενους φορείς, αλλά κυρίως με τις τοπικές κοινωνίες σε όσα ζητήματα άπτονται τέτοιων θεμάτων και προβλημάτων, προκειμένου να βρεθούν οι βέλτιστες λύσεις για την αναβάθμιση και την ανάπτυξη των εποπτευόμενων αυτών φορέων.