Στην πολύχρονη και πολυκύμαντη πορεία του Κώστα Σημίτη στην πολιτική ζωή του τόπου αναδεικνύονται ως χαρακτηριστικό της οι συγκρούσεις που κατά καιρούς είχε. Συγκρούσεις που με τη σειρά τους ανέδειξαν τον ιδιαίτερο χαρακτήρα του και το ασυμβίβαστο πνεύμα του και εντέλει σφράγισαν τη διαδρομή του.

Γράφει η Έρση Παπαδάκη

Πολύς λόγος γίνεται, για παράδειγμα, για τη σχέση του με τον Ανδρέα Παπανδρέου, παρά το γεγονός ότι και ο ίδιος συμμετείχε ενεργά στην ομάδα των στελεχών που δημιούργησαν το ΠΑΣΟΚ το 1974.

Τρεις φορές ο πρώην πρωθυπουργός παραιτήθηκε, εκφράζοντας ανοιχτά τη διαφωνία του με τον ιδρυτή του ΠΑΣΟΚ, αλλά εν συνεχεία επανήλθε και την τελευταία φορά, μάλιστα, ήταν εκείνος που ανέλαβε τα ηνία του κόμματος και οδήγησε για μία οκταετία τη χώρα από τη θέση του πρωθυπουργού με μια κατά γενική ομολογία επιτυχημένη πορεία, παρά το γεγονός ότι ουδείς τον αντιμετώπιζε σοβαρά τότε ως εσωκομματικό αντίπαλο.

Αντιθέτως, όλοι έβλεπαν στο πρόσωπο του Άκη Τσοχατζόπουλου τον φυσικό διάδοχο του Ανδρέα Παπανδρέου, παρά το γεγονός ότι εκείνος εξέφραζε μια εντελώς διαφορετική σχολή σκέψης και πολιτικής δράσης.

Το θάρρος της γνώμης

Σε αντίθεση με τον Τσοχατζόπουλο, ο Σημίτης δεν υπήρξε λαϊκιστής, ενώ αρκετοί ακόμη και μέσα στο ΠΑΣΟΚ τον θεωρούσαν ανέκαθεν πολύ… δεξιό. Αυτή ήταν η βασική κατηγορία που είχαν να του προσάψουν, αντιμετωπίζοντας επιφυλακτικά έως και εχθρικά τον εκσυγχρονισμό και το μεταρρυθμιστικό πνεύμα στο οποίο εκείνος ήταν αφοσιωμένος.

Ένα πνεύμα ευρωκεντρικό, θέλοντας ν’ αναδείξει την Ελλάδα ως ισότιμο συνομιλητή σε ολόκληρη την Ευρώπη και όχι ως μία επαρχία της στον ευρωπαϊκό νότο. Και αυτό αποτυπώθηκε ξεκάθαρα τόσο με την επιτυχία της ένταξης της χώρας στην οικονομική και νομισματική ένωση και την Ευρωζώνη όσο και με την ένταξη της Κύπρου στην Ευρωπαϊκή Ενωση.

Τα χρόνια κύλησαν και το 2007 το ΠΑΣΟΚ βίωσε κρίση μετά την αποτυχία του Γιώργου Παπανδρέου στις εκλογές του Σεπτεμβρίου να κερδίσει ή ακόμη και να πιέσει τη ΝΔ του Κώστα Καραμανλή, με τον Ευάγγελο Βενιζέλο να δηλώνει με το δικό του τρόπο το «παρών» στις εσωκομματικές διεργασίες.

Ο Σημίτης δεν πήρε ανοιχτά θέση –ουδέποτε έπραξε άλλωστε κάτι τέτοιο, ακόμη και στις πιο τελευταίες ζυμώσεις του χώρου– αλλά παρέμεινε ενεργός στο ΠΑΣΟΚ. Ακόμη και όταν όμως είχε αρχίσει πράγματι η αντίστροφη μέτρηση για τη ΝΔ και την κυβέρνηση Καραμανλή και όλα έδειχναν ότι ο Παπανδρέου –ο οποίος, στο μεταξύ, είχε επανεκλεγεί ως πρόεδρος του ΠΑΣΟΚ– παίρνει τον δρόμο για το Μαξίμου, ο Σημίτης δεν δίσταζε να εκφράζει ανοιχτά τη διαφωνία του με κεντρικές πολιτικές επιλογές του και να επισημαίνει φωναχτά τους κινδύνους από την τακτική που ακολουθούσε ο τότε πρόεδρος του ΠΑΣΟΚ.

Το καλοκαίρι του 2008, η πρόταση Παπανδρέου για διεξαγωγή δημοψηφίσματος επί της Συνθήκης της Λισαβόνας, ήτοι της συνθήκης που τροποποίησε τη λειτουργία και τη δράση της Ευρωπαϊκής Ένωσης, αποτέλεσε θρυαλλίδα εξελίξεων. Με επιστολή του, ο Σημίτης εκφράζει ανοιχτά τη διαφωνία του με την επιλογή Παπανδρέου, αλλά ο τελευταίος, με μια ακατανόητη και τολμηρή για πολλούς απόφαση, διαγράφει τον πρώην πρωθυπουργό από την Κοινοβουλευτική Ομάδα του ΠΑΣΟΚ, δηλώνοντας πάντως ότι «σέβεται την ιστορία του, αλλά πλέον δεν τον προσμετρά» στην κοινοβουλευτική δύναμη του κόμματος.

Το σκεπτικό της απόφασής του ήταν ότι το ζήτημα του δημοψηφίσματος έχει κλείσει οριστικά μέσα από τις αποφάσεις των πολιτικών οργάνων κι έτσι η επιστολή Σημίτη αποτελεί μια «αδικαιολόγητη πολιτική πράξη που προκαλεί ερωτηματικά και σύγχυση στους πολίτες».

Οι περισσότεροι είδαν ασφαλώς πίσω από αυτή την κίνηση του Παπανδρέου την προσπάθειά του να επιδείξει ηγετική πυγμή και να καλλιεργήσει το προφίλ που χρειαζόταν για ν’ αναλάβει την πρωθυπουργία μέσα από τη νίκη του ΠΑΣΟΚ στις προσεχείς εκλογές αφού, παρά το γεγονός ότι η ΝΔ βρισκόταν τότε σε προφανή φθορά, ο Καραμανλής ήταν εκείνος που ως πρόσωπο εξακολουθούσε να κερδίζει την εμπιστοσύνη των πολιτών.

«Εγώ θα πράττω αυτό που επιβάλλει η συνείδησή μου και αυτό που κρίνω καλύτερο για τη χώρα», ήταν η λιτή απάντηση του Σημίτη, προσθέτοντας με νόημα ότι διατηρεί το δικαίωμα να εκφράζει την άποψή του για ό,τι θεωρεί πως πηγαίνει λάθος είτε στο ΠΑΣΟΚ είτε στη χώρα.

Έγκαιρες προειδοποιήσεις

Λίγους μήνες αργότερα, έχει μείνει επίσης χαραγμένη στη μνήμη όλων η ομιλία του –ως ανεξάρτητος βουλευτής– στη συζήτηση για τον προϋπολογισμό του 2009. Ομιλία που στην πράξη ήταν η τελευταία για τον πρώην πρωθυπουργό από το βήμα της Βουλής και όπως ήταν λογικό προκάλεσε την οργισμένη αντίδραση της κυβέρνησης Καραμανλή και των στελεχών της ΝΔ, καθώς ο πρώην πρωθυπουργός όχι μόνο δεν συμμεριζόταν την ευφορία για τα οικονομικά δεδομένα που αφορούσαν την Ελλάδα, αλλ’ επιπλέον ήταν ο πρώτος που έκρουσε τον κώδωνα του κινδύνου για όσα έρχονταν τα επόμενα χρόνια.

«Αποτελεί κοινό μυστικό στους κύκλους της Ευρωπαϊκής Επιτροπής ότι η Ελλάδα δεν προσαρμόζεται στις επιταγές της ΟΝΕ και ότι επίσης οι όποιες νουθεσίες και επιτηρήσεις δεν αρκούν. Η Ελλάδα –πιστεύουν– καλό θα ήταν να αναγκαστεί να προσφύγει στο ΔΝΤ για να εξασφαλίσει τον απαραίτητο δανεισμό, ώστε η παρακολούθηση της ελληνικής οικονομίας να είναι αρμοδιότητά του και όχι της Ευρωπαϊκής Επιτροπής», είχε τονίσει.

Η συνέχεια είναι γνωστή – ειδικά μετά το περιβόητο «λεφτά υπάρχουν» λίγες μέρες πριν από τις εκλογές του Σεπτεμβρίου του 2009. Όσα είπε όμως ο Σημίτης αρκετά χρόνια αργότερα και συγκεκριμένα το 2017, σε συνέντευξή του στον Χρήστο Χωμενίδη και το capital.gr, ήρθαν να συμπληρώσουν την εικόνα και να δώσουν απαντήσεις για το τι έγινε την κρίσιμη περίοδο από το φθινόπωρο του 2009 έως την άνοιξη του 2010 και την είσοδο της Ελλάδας στον κυκεώνα των μνημονίων, με τη σφραγίδα του Γιώργου Παπανδρέου και της κυβέρνησής του: «Πιστεύω πως μία σοβαρή πολιτική ηγεσία θα μπορούσε να δείξει έναν άλλο δρόμο, δηλαδή να κάνει μία καλύτερη συμφωνία».

Ο πρώην πρωθυπουργός εξήγησε μάλιστα αναλυτικά τι εννοούσε, «καρφώνοντας» και προσωπικά τον Παπανδρέου και αποδομώντας κατ’ ουσίαν το «λεφτά υπάρχουν» και τα άλλα συνθήματα της τότε εποχής: «Όλη η Ελλάδα έχει ξεχάσει ότι στο πρώτο μνημόνιο δεν αναφέρονταν οι ιδιωτικοποιήσεις και ότι η ίδια η Ελλάδα πρότεινε να γίνουν ιδιωτικοποιήσεις. Η Ελλάδα, μάλιστα, τότε στις συζητήσεις, είχε διαβεβαιώσει ότι διαθέτει ρευστοποιήσιμη περιουσία 50 δισ. ευρώ, η οποία μπορεί να αξιοποιηθεί. Ο αριθμός ήταν τελείως φανταστικός. Δεν ανταποκρινόταν σε καμιά πραγματικότητα. Οταν είσαι στον βαθμό αυτό ανέτοιμος και λες τέτοιες σαχλαμάρες, το μνημόνιο έρχεται ως φυσικό αποτέλεσμα», κατέληξε.

Όλα πια θα τα κρίνει η ιστορία, όπως περιορίστηκε ν’ αναφέρει και στη συλλυπητήρια δήλωσή του για τον Κώστα Σημίτη ο Γιώργος Παπανδρέου. Δίχως κάποια άλλη αναφορά στα όσα είχε πει εκείνος διορατικά, ακόμη και πριν από την κρίση και τα μνημόνια.