Την Κυριακή οι εκλογές μέσα σε ένα αβέβαιο και μπερδεμένο πολιτικό σκηνικό.

 

Ενα νέο πρόσωπο που τρομάζει την Ευρώπη και μια σειρά… «παλιόφιλοι»: αυτοί είναι οι πρωταγωνιστές που συνθέτουν το πολιτικό σκηνικό στην Ιταλία, με σχεδόν 50 εκατομμύρια ψηφοφόρους να προσέρχονται στις κάλπες την Κυριακή. Οι Ιταλοί θα εκλέξουν μάλιστα περίπου 350 βουλευτές και μέλη της Γερουσίας λιγότερους σε σχέση με το 2018, λόγω των τροποποιήσεων που επέφερε στο εκλογικό σύστημα και τη σύνθεση Βουλής και Γερουσίας το συνταγματικό δημοψήφισμα του 2020.

Πρωταγωνίστρια ασφαλώς είναι η επικεφαλής των «Αδελφών για την Ιταλία», Τζόρτζια Μελόνι. Το κόμμα της προηγείται στις δημοσκοπήσεις και προβάλλει ως φαβορί, καθώς, παρά την ακροδεξιά του κατεύθυνση, κεφαλαιοποιεί πολιτικά τη δυσαρέσκεια των Ιταλών από το παραδοσιακό πολιτικό σύστημα. Εάν μάλιστα επιβεβαιωθούν τα αποτελέσματα των δημοσκοπήσεων και οι δυνάμεις της Δεξιάς κερδίσουν την πλειοψηφία, τότε η Μελόνι θα είναι η επόμενη πρωθυπουργός, με τη στήριξη του Ματέο Σαλβίνι της «Λέγκας» και του Σίλβιο Μπερλουσκόνι με το «Φόρτσα Ιτάλια».

Το πρόσφατο σχόλιο των «Financial Times» αποτυπώνει ωστόσο με ανάγλυφο τρόπο τον χαρακτήρα της Μελόνι και την ικανότητά της να ελίσσεται, παρά την ακροδεξιά (πολιτική) καταγωγή της και τους φόβους για τυχόν ακραίες θέσεις: «Είναι ικανή να παρουσιάζει διαφορετικά πρόσωπα στο εσωτερικό και το εξωτερικό στην προσπάθειά της να γίνει η πρώτη γυναίκα πρωθυπουργός στην Ιταλία». Την ίδια στιγμή, ο Σαλβίνι πληρώνει βαρύ τίμημα για την απόφασή του να τραβήξει το χαλί στην κυβέρνηση του τεχνοκράτη, Μάριο Ντράγκι –όπως και το λαϊκίστικο «Κίνημα των Πέντε Αστέρων» του ηθοποιού Μπέπε Γκρίλο και του ηγέτη του, Τζουζέπε Κόντε– ενώ ο Μπερλουσκόνι, μολονότι εξακολουθεί να διαθέτει φανατικό κοινό, είναι ξεκάθαρο πως έχει περάσει σε δεύτερο πλάνο.

Από την άλλη πλευρά, το Δημοκρατικό Κόμμα με επικεφαλής τον Ενρίκο Λέτα βρίσκεται μεν στη δεύτερη θέση, αλλά δεν έχει τους συμμάχους για να συγκροτήσει έναν βιώσιμο κυβερνητικό συνασπισμό με κεντροαριστερή απόχρωση. Εξαιρετικά αδύναμο εμφανίζεται π.χ. το νεοσυσταθέν κεντρώο κόμμα του υπουργού Εξωτερικών, Λουίτζι ντι Μάιο, ενώ ο λεγόμενος «Τρίτος Πόλος», δηλαδή η κεντρώα συμμαχία του πρώην πρωθυπουργού, Ματέο Ρέντσι, δεν συγκεντρώνει ποσοστά άνω του 6-7%.

Η δήλωση ωστόσο του Λέτα ότι «αν η Δεξιά κερδίσει, τότε ο Πούτιν θα είναι ο πρώτος που θα γιορτάσει» αποτυπώνει το βαρύ κλίμα που επικράτησε καθ’ όλη τη διάρκεια της προεκλογικής περιόδου και συνοδεύτηκε από καταγγελίες για «υπόγειες συναλλαγές» του Σαλβίνι ή και άλλων πολιτικών αρχηγών με τη Μόσχα. Οι ελπίδες ωστόσο ότι οι αποκαλύψεις αμερικανικών μυστικών υπηρεσιών για τη χρηματοδότηση πολιτικών κομμάτων στην Ευρώπη με ρωσικά κεφάλαια θα μπορούσαν ν’ ανατρέψουν τις πολιτικές ισορροπίες στην Ιταλία αποδείχθηκαν φρούδες και η σύνδεση της «Λέγκας» (ή άλλων κομμάτων) με το Κρεμλίνο παρέμεινε μόνο σε επίπεδο αόριστων αιτιάσεων.

Η Μελόνι πάντως αποκηρύττει οποιαδήποτε σχέση με τη Μόσχα – τουλάχιστον δημοσίως, όπως ακριβώς έχει κάνει για τον χαρακτηρισμό της ως «ακροδεξιά». Ουδέποτε όμως απαρνήθηκε τις ρίζες του κόμματός της, οι οποίες φτάνουν ως την εποχή και τα σύμβολα του δικτάτορα Μουσολίνι…