Ηπιότερη νόσηση από τις προηγούμενες παραλλαγές προκαλεί το στέλεχος Omicron του κορωνοϊού στα πλήρως εμβολιασμένα άτομα, με συμπτωματολογία που μοιάζει με αυτή του κοινού κρυολογήματος. Τα δύο αυτά χαρακτηριστικά της νέας μετάλλαξης, που ξεκίνησε από την Αφρική και σε λίγες μόλις ημέρες εξαπλώθηκε παντού -στην Ελλάδα αφορά πια στο 90% των νέων κρουσμάτων – έχουν οδηγήσει σε αναδιαμόρφωση των υγειονομικών πρωτοκόλλων.
Όπως προαναφέρθηκε, η μετάλλαξη Omicron χαρακτηρίζεται από ηπιότερη συμπτωματολογία (ρινική συμφόρηση, μυϊκά άλγη, πονόλαιμος, πονοκέφαλος) στα πλήρως εμβολιασμένα άτομα, ωθώντας πολλούς επιστήμονες να την παρομοιάσουν με το κοινό κρυολόγημα.
Κι ενώ μπορεί το κοινό κρυολόγημα να είναι κάτι που μπορεί ο οργανισμός να αντιμετωπίσει με ξεκούραση, καλή ενυδάτωση και κάποιο αναλγητικό φάρμακο, δεν είναι λίγοι εκείνοι που κρυολογούν περισσότερες από μια φορές κατά τη διάρκεια του χειμώνα.
Εύλογα τίθεται λοιπόν το ερώτημα αν και με την Omicron μπορεί να συμβεί το ίδιο, δηλαδή κάποιος που νόσησε και ανάρρωσε εν συνεχεία σε σύντομο χρονικό διάστημα να νοσήσει και πάλι. «Αν και κανείς δε μπορεί να απαντήσει με βεβαιότητα ακόμα σε αυτό το ερώτημα, αφού η Omicron είναι λίγο καιρό που κυκλοφορεί στην κοινότητα, δεν μπορούμε να αποκλείσουμε το ενδεχόμενο κάποιος που έχει μολυνθεί από το νέο στέλεχος να μολυνθεί εκ νέου», εξηγεί μιλώντας στο protothema.gr και το ygeiamou.gr o κ. Γεώργιος Χρούσος, Ομότιμος Καθηγητής Παιδιατρικής και Ενδοκρινολογίας, Διευθυντής στο Ερευνητικό Πανεπιστημιακό Ινστιτούτο Υγείας Μητέρας, Παιδιού και Ιατρικής Ακριβείας, Επικεφαλής της Έδρας UNESCO Εφηβικής Υγείας και Ιατρικής του ΕΚΠΑ.
Αν και όταν ο οργανισμός έρχεται σε επαφή με έναν ιό και νοσεί, αναπτύσσει αντισώματα ωθώντας το ανοσοποιητικό σύστημα να εξουδετερώσει τον «εχθρό» όταν βρεθεί και πάλι αντιμέτωπο με αυτόν, αν η λοίμωξη που προκαλεί είναι ήπια τότε και τα αντισώματα μπορεί να υπολείπονται ποιοτικά και σε διάρκεια χρόνου, αφήνοντας τον οργανισμό έκθετο στον κίνδυνο της επαναλοίμωξης. Ήδη οι ανά τον κόσμο κλινικές μελέτες επιχειρούν να τεκμηριώνουν αν το ίδιο συμβαίνει και με την Omicron και σε ποιο εύρος χρόνου είναι πιθανόν να ξανασυμβεί η επαναλοίμωξη.
Αρκεί η πενθήμερη καραντίνα;
Η παρομοίωση του νέου στελέχους με το κοινό κρυολόγημα έχει αναγείρει και το ερώτημα σχετικά με τη διάρκεια της απομόνωσης του ασθενή (καραντίνα) προκειμένου να αναρρώσει και να μη διασπείρει στο άμεσο οικογενειακό και ευρύτερο κοινό περιβάλλον του τον κορωνοϊό.
Από τα έως τώρα διαθέσιμα στοιχεία οι επιστήμονες γνωρίζουν ότι η μετάλλαξη Omicron έχει μικρότερο χρόνο επώασης από τις άλλες παραλλαγές, όπως η Δέλτα και η Άλφα. Αφότου κάποιος εκτεθεί στον κορωνοϊό εκτιμάται ότι χρειάζεται περίπου τρεις ημέρες για να εκδηλώσει συμπτώματα, να γίνει μεταδοτικός και να αποτυπωθεί αυτό και στον διαγνωστικό έλεγχο (θετικό τεστ). Η μετάλλαξη Δέλτα χρειάζονταν τέσσερις με έξι ημέρες, όπως επίσης και το αρχικό στέλεχος του κορωνοϊού που εντοπίστηκε στην Ουχάν τον Δεκέμβριο του 2019.
Η ειδοποιός αυτή διαφορά της Omicron από τις άλλες μεταλλάξεις έχει οδηγήσει και σε αλλαγή του υγειονομικού πρωτοκόλλου που αφορά στη διάρκεια της καραντίνας. Σύμφωνα λοιπόν με τα νεότερα δεδομένα, το εμβολιασμένο άτομο που νοσεί από Covid-19 λόγω του στελέχους Omicron πρέπει να μείνει σε καραντίνα για πέντε ημέρες και στη συνέχεια μπορεί να επανέλθει στις δραστηριότητες του αρκεί να φοράει διαρκώς διπλή μάσκα ή μάσκα υψηλής προστασίας για επιπλέον πέντε ημέρες.
«Το 30% των ασθενών από την πέμπτη ημέρα και έπειτα έχουν ελάχιστο ιικό φορτίο στον οργανισμό τους. Αλλά το λίγο αυτό ιικό φορτίο μπορεί να τους καθιστά μεταδοτικούς, γι’ αυτό και υπάρχει η σύσταση για τη χρήση της μάσκας για άλλες πέντε ημέρες μετά το πέρας της καραντίνας», εξηγεί ο κ. Χρούσος και υπενθυμίζει την πιστή τήρηση και των υπολοίπων μέτρων όπως η αποφυγή του συγχρωτισμού σε κλειστούς και ανοιχτούς χώρους και η καλή υγιεινή των χεριών.
Αξίζει να σημειωθεί ότι για την πενθήμερη καραντίνα σε τηλεοπτικές της δηλώσεις και η αναπληρώτρια υπουργός Υγείας Μίνα Γκάγκα εξήγησε ότι «η παραλλαγή Omicron περνάει πολύ γρήγορα» και συμπλήρωσε: «Δεν λέμε να επανελθει στην εργασία του ή τις λοιπές δραστηριότητές του κάποιος με συμπτώματα ή που δεν αισθάνεται καλά ή κάποιος που έχει θετικό τεστ. Κάποιος που θα το περάσει για δύο μέρες και μετά θα αισθάνεται καλά, μπορεί να γυρίσει στις δραστηριότητές του με όλα τα προβλεπόμενα μέτρα, όπως η μάσκα υψηλής προστασίας».
Omicron και εμβολιασμός
Το ξέσπασμα της Omicron στην Ελλάδα μπήκε «εμπόδιο» και στον εμβολιασμό των πολιτών, είτε επρόκειτο για τον αρχικό εμβολιασμό, είτε για τις ενισχυτικές δόσεις. Χιλιάδες πολίτες νόσησαν λίγες ημέρες πριν το προγραμματισμένο ραντεβού τους για εμβολιασμό μένοντας να αναρωτιούνται τι έπρεπε να κάνουν.
Στο θέμα έχει ήδη αναφερθεί η πρόεδρος της Εθνικής Επιτροπής Εμβολιασμών Ομότιμη Καθηγήτρια Παιδιατρικής Λοιμωξιολογίας, Μαρία Θεοδωρίδου, εξηγώντας πως στην περίπτωση που κάποιος είναι ασυμπτωματικός φορέας της Covid-19 και το self ή rapid τεστ δεν την ανιχνεύει τότε ο εμβολιασμός με την ενισχυτική δόση μπορεί να γίνει κανονικά καθώς «δεν έχει παρουσιαστεί καμία αρνητική επίπτωση, αν είναι δρομολογημένη λοίμωξη με covid και γίνει ο εμβολιασμός. Εφόσον δεν υπάρχουν συμπτώματα, δεν υπάρχει και κανένα πρόβλημα για τον εμβολιασμό, ούτε παρεμβαίνει η ανοσοποίηση στην ανοσιακή αντίδραση του εμβολίου. Μάλιστα, χρονικά, σε κάποιες περιπτώσεις μπορεί και η ανοσοποίηση να συμβάλει και στην καλύτερη αντιμετώπιση. Αν μιλάμε για συμπτωματικό άτομο, τότε ισχύει το ίδιο».
Στην περίπτωση που κάποιος έχει συμπτώματα που παραπέμπουν στη μετάλλαξη Omicron αλλά στα διαγνωστικά τεστ δεν αποτυπώνεται η Covid-19 τότε «θα έλεγα να περιμένετε κάποιες ημέρες, μήπως αυτός ο απλός βήχας εμπλουτιστεί και με άλλα συμπτώματα. Επομένως, εάν έχετε μόνο βήχα, έχετε κάνει, όμως, τεστ και είναι αρνητικά, τότε θα προχωρήσετε στον εμβολιασμό», εξηγεί η κυρία Θεοδωρίδου.
Στο ίδιο πλαίσιο και ο κ. Γεώργιος Χρούσος υπενθυμίζει ότι λόγω του μικρότερου κύκλου ζωής που έχει το στέλεχος Omicron στον ανθρώπινο οργανισμό, «αφού κανείς αναρρώσει μπορεί να προγραμματίσει τον εμβολιασμό του έπειτα από δύο εβδομάδες από τη νόσηση».
Omicron ή Δέλτα;
Παρά το γεγονός ότι η μετάλλαξη Omicron αφορά πλέον στο 90% των κρουσμάτων που ανιχνεύονται στην κοινότητα, γεγονός που δείχνει την επικράτησή της επί της Δέλτα, δεν είναι λίγοι εκείνοι που αναρωτιούνται από ποιο στέλεχος του κορωνοϊού έχουν μολυνθεί.
Τα απλά διαγνωστικά τεστ ωστόσο δεν είναι σε θέση να ανιχνεύσουν τη μετάλλαξη που έχει προκαλέσει τη λοίμωξη στον φορέα του κορωνοϊού. Για τη ανίχνευση του παραλλαγμένου στελέχους πρέπει να γίνει γονιδιωματική ανάλυση του δείγματος.
Όπως έχει εξηγεί στο protothema.gr και το ygeiamou.gr ο πρόεδρος του Επιστημονικού Συμβουλίου του Ιδρύματος Ιατροβιολογικών Ερευνών της Ακαδημίας Αθηνών, Ακαδημαϊκός κ. Δημήτρης Θάνος, «η γονιδιωματική ανάλυση είναι μια εξαιρετικά σύνθετη, κοστοβόρα και χρονοβόρα διαδικασία. Η γονιδιωματική ανάλυση απαιτεί συνολικά τέσσερις ημέρες από την στιγμή που παραλαμβάνονται τα δείγματα έως ότου αποφανθούμε για την ταυτότητα του στελέχους του ιού σε κάθε ένα από τα δείγματα. Το εργαστήριο γονιδιωματικής του ΙΙΒΕΑΑ έχει την δυνατότητα ανάλυσης 1.500 δειγμάτων ανά εβδομάδα. Είναι σημαντικό να τονιστεί ότι δεν πρόκειται για ένα Rapid ή PCR τεστ που μπορεί να κάνει κάποιος στο φαρμακείο ή σε ένα τυπικό διαγνωστικό εργαστήριο».
Ωστόσο σύμφωνα με τον ίδιο «κάποια διαγνωστικά εργαστήρια χρησιμοποιούν μία συγκεκριμένη μέθοδο PCR για την μοριακή διάγνωση του κορωνοϊού, από την οποία προκύπτουν ισχυρές ενδείξεις για την πιθανότητα το στέλεχος στο συγκεκριμένο δείγμα να είναι το Omicron».
Η επιλογή των δειγμάτων προς γονιδιωματική ανάλυση γίνεται, αφότου το PCR (μοριακό) τεστ είναι θετικό για τον κορωνοϊό SARS-CoV-2. Κατά το πρώτο στάδιο της ανάλυσης του δείγματος στο εργαστήριο γίνεται η επιλογή των λεγόμενων «υπόπτων» για κάποια παραλλαγή, στην προκειμένη περίπτωση της Omicron.
Για να χαρακτηριστεί κάποιο δείγμα ως «ύποπτο να φέρει ένα παραλλαγμένο στέλεχος του κορωνοϊού, όπως το Omicron», κάθε φορά οι επιστήμονες πριν προχωρήσουν στη γονιδιωματική ανάλυση συνεκτιμούν διαφορετικούς παράγοντες, όπως το εάν υπάρχει ιστορικό ταξιδιού σε χώρα που επικρατεί το συγκεκριμένο στέλεχος, εάν είναι στενή επαφή ήδη γνωστού κρούσματος και αν εμπεριέχει ικανοποιητικό ιικό φορτίο, ώστε να γίνει η γονιδιωματική ανάλυση.
«Για παράδειγμα, το Εθνικό Κέντρο Αιμοδοσίας και το Κεντρικό Εργαστήριο Δημόσιας Υγείας μας στέλνουν δείγματα από το μεγαλύτερο μέρος της χώρας. Όταν γίνεται η επιλογή των δειγμάτων που πρέπει να σταλούν στο ΙΙΒΕΑΑ για γονιδιωματική ανάλυση, ελέγχεται αν το δείγμα έχει επαρκή ποσότητα ιικού φορτίου και αν προέρχεται από περιοχή που παρατηρείται κάποια τοπική έξαρση της επιδημίας», σύμφωνα με τον κ. Θάνο.
Από τα προαναφερόμενα γίνεται λοιπόν σαφές ότι τα απλά διαγνωστικά τεστ -self, rapid ή PCR – δεν μπορούν να εντοπίσουν ποια μετάλλαξη του κορωνοϊού φέρει ο εξεταζόμενος. Επιβεβαιώνουν όμως τη μόλυνση από τον κορωνοϊό, γεγονός που σηματοδοτεί την ανάγκη πιστής τήρησης μιας σειρά μέτρων, όπως την απομόνωση κατ’ οίκον και την εφαρμογή των κατάλληλων ιατρικών οδηγιών βάσει της συμπτωματολογίας για την ταχεία ανάρρωση και να «σπάσει» η αλυσίδα μετάδοσης του κορωνοϊού.