Δυστυχώς, τα συλλαλητήρια της 28ης Φεβρουαρίου έχουν εργαλειοποιηθεί σε τέτοιο βαθμό και με τέτοιο τρόπο από τα κόμματα της αντιπολίτευσης και από τα social media που έχουμε φτάσει στο σημείο να εξαπολύονται απειλές κατά ζωής σε όσους δεν συντάσσονται με την κοινή συνισταμένη, που είναι να πέσει η κυβέρνηση.
Τα ανώνυμα τρολ ρίχνουν στην αρένα του διαδικτύου από ψέματα μέχρι μισές αλήθειες –χειρότερες από τα μεγαλύτερα ψέματα–, θεωρίες συνωμοσίας και χολή. Παράλληλα, μεταδίδουν αποσπάσματα από δηλώσεις, παραποιούν δεδομένα, αναδεικνύουν δηλώσεις που δεν στηρίζονται πουθενά. Πρώτη φορά; Όχι.
Μόνο που αυτή τη φορά έχουν πολιτική κάλυψη, αφού το σύνολο, σχεδόν, των κομμάτων της αντιπολίτευσης έχει φτάσει στο σημείο να αναπαράγει δημοσιεύσεις και αναρτήσεις από ανώνυμους λογαριασμούς υιοθετώντας την ίδια πρακτική.
Το ακόμη τραγικότερο είναι ότι αυτά φτάνουν και στη Βουλή. Αρχηγοί και βουλευτές μπαίνουν στη λογική της σύγκρουσης με την επίκληση αναφορών στο διαδίκτυο διανθισμένων με κάποια δεδομένα, ο ορισμός δηλαδή της μισής αλήθειας. Κουνούν το δάχτυλο και δημιουργούν τη βάση για την οριοθέτηση μιας υποτιθέμενης αντισυστημικότητας, η οποία διαμορφώνεται όμως με ένα σκεπτικό και έναν στόχο: την πτώση μιας εκλεγμένης κυβέρνησης.
Μπορεί να επιτευχθεί αυτός ο στόχος; Όχι. Οι κυβερνήσεις αλλάζουν ύστερα από εκλογές. Επίσης αλλάζουν μετά την απώλεια της δεδηλωμένης. Το δεύτερο είναι ανέφικτο, για το πρώτο ενδεχομένως να επιδιώκεται μια πρόωρη προσφυγή σε εκλογές, που όμως τελικά θα είναι και η διαδικασία που θα οδηγήσει σε πολιτική αποσταθεροποίηση στην περίπτωση που δεν υπάρξει αυτοδύναμη κυβέρνηση.
Οι πολίτες βλέπουν ότι στις συγκεντρώσεις μνήμης για τα δύο χρόνια από την τραγωδία στα Τέμπη το θέμα έχει ξεφύγει. Αν δει κάποιος ποιοι απευθύνουν τις προσκλήσεις για συμμετοχή, θα καταλάβει.
Τα τελευταία συλλαλητήρια δεν τρόμαξαν την κυβέρνηση, όπως κάποιοι υποστηρίζουν. Τρόμαξαν την αντιπολίτευση, που πίστεψε ότι έχασε μια… ευκαιρία να ταυτιστεί με όσους συγκεντρώθηκαν, γι’ αυτό και τώρα προσπαθεί να μη χάσει τη… δεύτερη.
* To άρθρο δημοσιεύτηκε στην έντυπη έκδοση του «Μανιφέστο»