Διαμορφώνουν άραγε οι συγκεντρώσεις για τα Τέμπη ένα νέο πολιτικό σκηνικό, όπως ισχυρίζονται κάποιοι; Η απάντηση στο ερώτημα αυτό δεν μπορεί να είναι μονολεκτική ούτε μονόπλευρη.
Γεγονός είναι ότι οι πρώτες δημοσκοπήσεις δείχνουν ότι υπάρχουν ανακατατάξεις, οι οποίες όμως αφορούν κυρίως τα μικρότερα κόμματα και δεν ανατρέπεται το status που παρουσιάζει τη Νέα Δημοκρατία και προσωπικά τον Κυριάκο Μητσοτάκη ως κυρίαρχους.
Επίσης, το ενδιαφέρον στρέφεται κυρίως στα ποιοτικά χαρακτηριστικά και συγκεκριμένα στο πώς αποτιμούν οι πολίτες την τραγωδία και τα συναισθήματα που τους προκαλεί αυτή ως προς τη στάση τους απέναντι στο κράτος.
Γράφει η Έρση Παπαδάκη
Η κυριαρχία όμως της ΝΔ και το πολιτικό κεφάλαιο του κ. Μητσοτάκη επαναφέρει στο προσκήνιο για κάποιους το –κλασικό μετά το 2019 και ειδικά μετά τις διπλές εκλογές του 2023– ερώτημα εάν αρκεί το άθροισμα δυνάμεων εκ μέρους της αντιπολίτευσης για να μπορέσει ν’ αλλάξει την κατάσταση.
Προφανώς το να αθροίζει κάποιος ποσοστά στις δημοσκοπήσεις ή ακόμη και εκλογικά ποσοστά είναι σαν να αθροίζει μήλα και πορτοκάλια, όπως λέει η λαϊκή θυμοσοφία. Το γεγονός όμως ότι υπάρχει μια μικρή –και απολύτως φυσιολογική– φθορά της κυβερνητικής παράταξης και το αποτέλεσμα των ευρωεκλογών που έφερε τον πήχη κάτω από το 30% επιτρέπει στους ίδιους να κάνουν σενάρια και ασκήσεις επί χάρτου και οι πιο αισιόδοξοι να οραματίζονται ανατροπές.
Η πραγματικότητα ωστόσο είναι αυτή που τους διαψεύδει. Ο θυμός και η απογοήτευση των πολιτών από το πολιτικό σύστημα στο σύνολό του ασφαλώς και λειτουργεί αποθαρρυντικά κυρίως για τα κόμματα της αντιπολίτευσης και χαρακτηριστικό είναι πως αυτό επηρεάζει και τους αρχηγούς που δεν έχουν κατά βάση δοκιμαστεί ακόμη, όπως είναι ο Νίκος Ανδρουλάκης και ο Σωκράτης Φάμελλος σε ΠΑΣΟΚ και ΣΥΡΙΖΑ αντίστοιχα.
Αντιθέτως, σημαντικά κέρδη καταγράφει το τελευταίο διάστημα λόγω του πολιτικού ακτιβισμού της η Ζωή Κωνσταντοπούλου και το κόμμα της, η Πλεύση Ελευθερίας, αλλά το κρίσιμο ερώτημα παραμένει εάν αυτή η τάση αποτελεί απλώς ένα πυροτέχνημα, δηλαδή αν θα είναι πρόσκαιρη, ή θα σημάνει μια πιο μόνιμη αναδιάταξη των δυνάμεων της αντιπολίτευσης, η οποία ωστόσο και πάλι δεν είναι ικανή να αλλάξει τις ισορροπίες αναφορικά με την πρώτη θέση.
Άλλωστε, ακόμη και στην ανάλυση της αποκαλούμενης «γκρίζας ζώνης», ήτοι της αδιευκρίνιστης ψήφου και των αναποφάσιστων γενικότερα, η ΝΔ λόγω κυρίως της υψηλής σχετικά δημοφιλίας του κ. Μητσοτάκη, εν συγκρίσει με τους αρχηγούς της αντιπολίτευσης, εξακολουθεί να έχει το «πάνω χέρι». Ενώ ακόμη και οι καταγεγραμμένες πλέον απώλειες της ΝΔ προς τα κόμματα που κινούνται δεξιότερα στον πολιτικό άξονα δεν δείχνουν ικανές να απειλήσουν την πρωτοκαθεδρία της.
Το άθροισμα δυνάμεων όμως της αντιπολίτευσης έχει να κάνει και με το αν οι δυνάμεις αυτές είναι συμβατές πολιτικά μεταξύ τους. Όπως παραδέχονται δημοσίως, για παράδειγμα, στελέχη του ΠΑΣΟΚ δεν είναι δυνατόν να υπάρξει οποιαδήποτε συμπόρευση με την Πλεύση Ελευθερίας, ενώ και οι διαφορές που εξακολουθούν να χωρίζουν το ΠΑΣΟΚ με τον ΣΥΡΙΖΑ είναι αρκετές.
Με άλλα λόγια, το γεγονός ότι τα κόμματα της αντιπολίτευσης κατέθεσαν από κοινού πρόταση δυσπιστίας κατά της κυβέρνησης με αφορμή την τραγωδία των Τεμπών διαβάζεται απλώς ως μια κοινή κοινοβουλευτική πρωτοβουλία και όχι ως μια ευρύτερη προσπάθεια ταύτισης και συμπόρευσης – το παραδέχονται άλλωστε και οι ίδιοι οι επιτελείς των κομμάτων.
Ανασταλτικός παράγοντας
Σημειώνεται εξάλλου ότι στις περισσότερες δημοσκοπήσεις η πλειονότητα των πολιτών εκτιμά ξεκάθαρα πως τα κόμματα της αντιπολίτευσης εργαλειοποιούν την τραγωδία των Τεμπών προκειμένου να εισπράξουν πολιτικά οφέλη, συνεπώς και αυτό λειτουργεί ως ανασταλτικός παράγοντας στην προσπάθειά τους να αντιμετωπίσουν την κυβέρνηση.
Είναι χαρακτηριστικό ότι σε δημοσκόπηση της εταιρείας Real Polls που δημοσιεύτηκε στο Protagon.gr, στο ερώτημα τι θα ψήφιζαν οι πολίτες εάν όλα τα κόμματα είχαν διαφορετικό αρχηγό απ’ ό,τι σήμερα, τα αποτελέσματα δεν είναι διαφορετικά από τα «πραγματικά».
Με άλλα λόγια, η ΝΔ εξακολουθεί να διατηρεί το προβάδισμα ακόμη και χωρίς τον κ. Μητσοτάκη και το ΠΑΣΟΚ βρίσκεται στη δεύτερη θέση, καταγράφοντας ωστόσο σημαντικά υψηλότερα ποσοστά στην πρόθεση ψήφου σε σχέση με αυτά που παρουσιάζει με επικεφαλής τον κ. Ανδρουλάκη.