Οταν το ΠΑΣΟΚ, ο ΣΥΡΙΖΑ και οι λοιπές… δημοκρατικές δυνάμεις γίνονταν σάρκα… μίαν για να καταθέσουν την πρόταση δυσπιστίας κατά της κυβέρνησης, κανείς δεν μπορούσε να προβλέψει τις επιπτώσεις στις ισορροπίες στην αντιπολίτευση. Ούτε καν όταν ο πρωθυπουργός, Κυριάκος Μητσοτάκης, κατηγορούσε από το βήμα της Βουλής ότι το ΠΑΣΟΚ και ο Ανδρουλάκης καταντούσαν ουρά του ΣΥΡΙΖΑ.

«Χρήσιμοι ηλίθιοι»

Η πραγματικότητα ήταν ότι η «συμμαχία των προθύμων» της αντιπολίτευσης θα πλήρωνε αυτό που κάποτε ο σύντροφος Βλαντίμιρ Ιλίτς Ουλιάνοφ ή Βλαντίμιρ Ιλίτς Λένιν φερόταν να έχει πει περί «χρήσιμων ηλιθίων» της ιστορίας.

Και αυτό γιατί ενώ ο κεντρικός πολιτικός στόχος της από κοινού πρότασης που είχαν καταθέσει ήταν να πετύχουν ένα συντριπτικό πλήγμα σε βάρος του Κυριάκου Μητσοτάκη, το μόνο που πέτυχαν ήταν να αναδείξουν τις αδυναμίες και τα προβλήματά τους. Τόσο σε ό,τι αφορά το ενδεχόμενο συνεννόησης μεταξύ τους, αλλά κυρίως της όποιας ενιαίας γραμμής ακόμη και στο εσωτερικό τους. 

Το ΠΑΣΟΚ, βαθύτατα τριχοτομημένο, δεν μπορεί να επιλέξει ποιον δρόμο να ακολουθήσει. Τον δρόμο της αυτόνομης πορείας την οποία υπόσχεται ο Ανδρουλάκης, τον δρόμο της συνεννόησης με την Αριστερά, που ζητούν οι Γερουλάνος-Δούκας, ή τον δρόμο που προτείνουν η Διαμαντοπούλου-Ν. Παπανδρέου, που δεν θέλουν να ακούν τα περί συνεργασίας με τον ΣΥΡΙΖΑ και λοιπούς σε ένα «λαϊκό μέτωπο». 

Η κατάσταση δεν είναι καθόλου καλύτερη στον ΣΥΡΙΖΑ, που ναι μεν συμφωνούν στην ανάγκη συνεργασιών με το ΠΑΣΟΚ σε κεντρικό επίπεδο, αλλά υπάρχουν φωνές που διαφωνούν με την «ενοποίηση» με τη Νέα Αριστερά, ή άλλες φωνές που οραματίζονται την επιστροφή του «πατερούλη» Αλέξη Τσίπρα και θεωρούν τον Φάμελλο ως αυτοφοράκια στην Κουμουνδούρου.

Ούτε στη Νέα Αριστερά τα πράγματα είναι ξεκάθαρα. Παρά τα δημοσκοπικά στοιχεία που κρατούν τους πάλαι ποτέ… λοχαγούς του Τσίπρα σε επίπεδα χαμηλού βαρομετρικού, και εκεί δεν ξέρουν αν θέλουν να συνεργαστούν με τον ΣΥΡΙΖΑ, τουλάχιστον σε αυτή τη φάση.

Και αν ήθελαν, θα επέμεναν σε όρους και αστερίσκους που βάζουν στην Κουμουνδούρου. Ολα αυτά είχαν δύο επιπτώσεις. Από τη μία να περάσει δημοσκοπικά μπροστά την επομένη της πρότασης δυσπιστίας το… κόμμα των Τεμπών και η Ζωή Κωνσταντοπούλου, αλλά και να μεγαλώσει η δυσπιστία των πολιτών απέναντι σε ΠΑΣΟΚ, ΣΥΡΙΖΑ και Νέα Αριστερά.

Το σχέδιο να πλήξουν την κυβέρνηση όχι μόνο απέτυχε, αλλά τους γύρισε μπούμερανγκ. Καθώς αντί να πλήξουν τον Μητσοτάκη και να «διαλύσουν» την κυβέρνηση, το μόνο που κατάφεραν ήταν να αναδείξουν τα προβλήματά τους και να επιστρέψουν η εσωστρέφεια και η αμφισβήτηση των ηγεσιών τους. Εξαίρεση το… μονοπρόσωπο σχήμα της Πλεύσης, που επιχειρεί να… πλεύσει πάνω στο κύμα.

Ανύπαρκτη αντιπολίτευση, η μεγάλη ατυχία της κοινωνίας

Στην πολιτική υπήρχε ένα δόγμα που κυριαρχούσε μέχρι τα χρόνια του μνημονίου. Ότι ένα από τα κριτήρια μιας επιτυχημένης κυβέρνησης είναι μια καλή και αξιόπιστη αντιπολίτευση. 

Και αυτό γιατί έκανε την κυβέρνηση να προσπαθεί να γίνεται καλύτερη, φοβούμενη ότι τα λάθη της θα εκμεταλλευόταν η όποια αντιπολίτευση για να πάρει μαζί της την κοινωνία και να γίνει εκείνη κυβέρνηση. Αυτό λειτουργούσε και ως δείγμα υγείας για την κοινωνία. 

Στις εκλογές του 2023 όμως συνέβη αυτό που είχε πει ο Κυριάκος Μητσοτάκης, ότι δηλαδή στις πλάτες της ΝΔ έπεφτε και το βάρος της κυβέρνησης, όσο και της αντιπολίτευσης. Αυτό όμως ήταν από τη μία η τύχη της αλλά και η ατυχία της. Καθώς η κοινωνία δεν είχε εναλλακτική πρόταση εξουσίας, κάτι που θα ασκούσε πιέσεις στην κυβέρνηση, αλλά και η σιγουριά που ένιωθε η ΝΔ δεν έδινε το κίνητρο σε αρκετούς υπουργούς να βελτιώνονται. Μέσα σε αυτό το κλίμα και λάθη έγιναν και εφησυχασμός δημιουργήθηκε εξαιτίας της ανυπαρξίας αντιπολίτευσης.

Τα αποτελέσματα αυτής της πορείας καταγράφηκαν τα δύο αυτά χρόνια της δεύτερης διακυβέρνησης του Κυριάκου Μητσοτάκη, που υποχρέωσαν τον πρωθυπουργό στην αναζήτηση και αφηγήματος αλλά και προσώπων που θα κληθούν να υλοποιήσουν μετά τον πρόσφατο ανασχηματισμό. 

Το ερώτημα είναι εάν το μειονέκτημα της μη ύπαρξης πειστικής αντιπολίτευσης θα μπορέσει η κυβέρνηση να το κάνει πλεονέκτημα, ή εάν θα συνεχίσει να λειτουργεί ως ουσία «ύπνωσης» των κυβερνητικών στελεχών.

Από την άλλη, βέβαια, τον ρόλο της αντιπολίτευσης έχει αναλάβει αυτό που βλέπουμε στους δρόμους και στις πλατείες. Ο όρος της κοινωνικής αντιπολίτευσης είναι ο αντίπαλος τον οποίο καλείται με τον έναν ή τον άλλον τρόπο να αντιμετωπίσει το Μαξίμου.