Από το Pasokification ολοταχώς στο SYRIZAfication. Τα κεντροαριστερά και αριστερά κόμματα αδυνατούν να βρουν πρόσβαση προς την κοινωνία, όχι μόνο στην Ευρώπη αλλά γενικότερα, καταγράφοντας ολοένα και μικρότερα ποσοστά στις εκλογικές αναμετρήσεις. Δεν μπορούν να πείσουν ούτε για την προοδευτικότητά τους ούτε και για τον ρεαλισμό των προγραμμάτων τους και αδυνατούν να παρουσιάσουν ένα αξιόπιστο όραμα.
Μια χαρτογράφηση σε επίπεδο Ευρώπης εντοπίζει τρεις κεντροαριστερές κυβερνήσεις: του παραιτηθέντα Κόστα στην Πορτογαλία, του Σολτς που προσπαθεί να κρατηθεί στην εξουσία στη Γερμανία και του Σάντσεθ που τα δίνει όλα για μια ακόμα θητεία στην Ισπανία. Σε πανευρωπαϊκό επίπεδο κυριαρχεί το Λαϊκό Κόμμα ενώ αυξητικές τάσεις καταγράφουν τα ακροδεξιά κόμματα. Αντιθέτως, τα λεγόμενα σοσιαλιστικά παραμένουν στάσιμα, ενώ τα αριστερά σε ελεύθερη πτώση.
Ακόμα και στην περίπτωση των σκανδιναβικών χωρών, όπου κάποιοι υποστηρίζουν πως πρόκειται για τον παράδεισο του σοσιαλισμού, η πραγματικότητα είναι αρκετά διαφορετική: η ελεύθερη αγορά είναι ο βασικός κανόνας και συνδυάζεται με ένα δίχτυ ασφαλείας των πολιτών συνεπεία της υψηλής φορολογίας. Χαρακτηριστικό παράδειγμα η Νορβηγία.
Μακριά από την κοινωνία
Βασικό πρόβλημα των κομμάτων που αυτοπροσδιορίζονται αριστερά του κέντρου είναι η αδυναμία τους να μιλήσουν στην κοινωνία και να βρουν σημεία επαφής ειδικά με τους νέους. Στα αμιγώς αριστερά κόμματα, χαρακτηριστικό παράδειγμα ο ΣΥΡΙΖΑ, το πρόβλημα γίνεται εντονότερο και λόγω της άρνησής τους να ανανεωθούν επιτρέποντας στο νέο αίμα να αναλάβει δράση.
Αν στα παραπάνω προσθέσει κανείς την εμμονή σε πολιτικές δοκιμασμένες και αποτυχημένες την ώρα που υιοθετούν θέσεις της δεξιάς, αντιλαμβάνεται ότι στερούνται ξεκάθαρης πολιτικής ταυτότητας. Ο όρος Αριστερά έχει χάσει τη δυναμική του αλλά κυρίως τις απαραίτητες σύγχρονες αναφορές, σε αντίθεση με τα δεξιά κόμματα τα οποία όχι μόνο επικαιροποιούν τις θέσεις τους, αλλά κυρίως παρουσιάζουν σχέδια και στόχους για την επόμενη μέρα.
Τα κόμματα της Αριστεράς έχασαν κάθε λόγο ύπαρξης από τη στιγμή που ο καπιταλισμός έγινε δεδομένο σε κάθε κοινωνία και στόχος επί της ουσίας των πολιτών: το αφήγημα του επιτυχημένου, με ευκαιρίες και υψηλές απολαβές είναι πιο θελκτικό από εκείνο της δήθεν ισότητας και δήθεν ασφάλειας. Τα σκάνδαλα που σημάδεψαν τα κόμματα αυτά, τελευταίο παράδειγμα η περίπτωση της Πορτογαλίας που οδήγησε στην παραίτηση Κόστα, όχι μόνο τους στέρησαν κάθε ηθικό πλεονέκτημα, αλλά επιπλέον έγινε κοινή πεποίθηση πως στόχος τους είναι τα προσωπικά οφέλη πίσω από το πέπλο της ιδεολογίας.
Η άνοδος του λαϊκισμού
Σημαντικό πλήγμα δέχθηκαν και από τα λαϊκίστικα κινήματα που επίσης εμφανίστηκαν ως έκφανση της Αριστεράς για να αποδειχθούν απολιτίκ μάζες με ιδιοτελείς σκοπούς. Αν σε αυτό προστεθεί και το γεγονός πως σε κάποιες περιπτώσεις που εφαρμόστηκαν αριστερές πολιτικές αποδείχθηκε ότι αυτές δεν αφορούσαν το σύνολο των πολιτών, όσοι έμειναν πίσω έχασαν την ελπίδα τους και στράφηκαν προς κόμματα του περιθωρίου.
Ηττα υπέστησαν και από τα κόμματα της δεξιάς, τα οποία αποδείχθηκαν πιο ευπροσάρμοστα: κατάφεραν να υιοθετήσουν θέσεις της ευρύτερης Αριστεράς, όπως για παράδειγμα στα θέματα του περιβάλλοντος, των ομοφυλοφίλων και της κοινωνικής δικαιοσύνης. Χαρακτηριστικό παράδειγμα η κυβέρνηση του Κυριάκου Μητσοτάκη, η οποία παραμένει σταθερή στα ζητήματα της οικονομίας εφαρμόζοντας παράλληλα φιλοκοινωνική πολιτική για να καλύψει τα πραγματικά κενά.
Σε όλα τα παραπάνω θα πρέπει να προστεθεί και η πολυδιάσπαση του χώρου που του στερεί και μάλιστα με κατηγορηματικό τρόπο την όποια προοπτική κυβερνησιμότητας. Από την κεντροαριστερά έως την όποια Αριστερά και ενδιαμέσως τους πράσινους, καθείς εστιάζει στις προτεραιότητές του και αρνείται να ρίξει νερό στο κρασί του ώστε να προκύψουν συγκλίσεις.