Η συμβολή του Κυριάκου Μητσοτάκη στην ενότητα της Νέας Δημοκρατίας υπήρξε καθοριστική από το 2016, όταν ανέλαβε την ηγεσία του κόμματος. Στο πλαίσιο αυτό, κατάφερε να ενσωματώσει διαφορετικές τάσεις και φωνές που υπήρχαν εντός της παράταξης, δημιουργώντας μια συνεκτική και ισχυρή πολιτική δύναμη. Μετά την εκλογική ήττα του 2015, η Νέα Δημοκρατία αντιμετώπιζε προκλήσεις ενότητας, καθώς υπήρχαν έντονες εσωτερικές διαμάχες και η ανάγκη για ανασυγκρότηση ήταν μεγάλη. Ο Κυριάκος Μητσοτάκης, με το άνοιγμα που επιχείρησε σε όλες τις πολιτικές ομάδες και τάσεις της Νέας Δημοκρατίας, έδειξε ότι στόχος του είναι η οικοδόμηση μιας ισχυρής κεντροδεξιάς παράταξης που θα περιλαμβάνει και θα εκπροσωπεί ολόκληρο το φάσμα των συντηρητικών και φιλελεύθερων ψηφοφόρων.
Κατά την ηγεσία του, εφάρμοσε μια πολιτική ανανέωσης του κόμματος με την εισαγωγή νέων προσώπων, διατηρώντας παράλληλα σημαντικά στελέχη της παράδοσης του κόμματος και εξασφαλίζοντας έτσι την ισορροπία μεταξύ εμπειρίας και νέων ιδεών. Η στρατηγική αυτή τον βοήθησε να αντιμετωπίσει τους πιθανούς εσωτερικούς ανταγωνισμούς και να ενώσει τις διάφορες πτέρυγες κάτω από μια κοινή πολιτική γραμμή. Επιπλέον, η ρητορική του Κυριάκου Μητσοτάκη βασίστηκε στην ανάγκη για σταθερότητα, μεταρρυθμίσεις και την ανάπτυξη της χώρας, πράγματα που ενίσχυσαν το αίσθημα συλλογικότητας και αφοσίωσης των μελών της Νέας Δημοκρατίας στον κοινό σκοπό. Οι επιτυχίες στις εκλογές του 2019, καθώς και η ικανότητά του να διαχειριστεί κρίσεις ενίσχυσαν την αίσθηση ενότητας και σταθερότητας μέσα στην παράταξη, καθιστώντας τη Νέα Δημοκρατία μία από τις πιο ισχυρές πολιτικές δυνάμεις στην Ελλάδα.