Με προβλέψιμη σπουδή και γνωστή τακτική εργαλειοποίησης της Δικαιοσύνης, η αντιπολίτευση επιχειρεί ξανά να πλήξει το κύρος της κυβέρνησης, αυτή τη φορά με αφορμή τη διαβίβαση δικογραφίας για τον ΟΠΕΚΕΠΕ. Χωρίς αποδείξεις, με εικασίες και βολικές ερμηνείες, τα κόμματα της αντιπολίτευσης προσπαθούν να δημιουργήσουν εντυπώσεις.
Η κυβέρνηση, ωστόσο, παραμένει σταθερή στις αρχές της θεσμικής τάξης και της πλήρους διαφάνειας, εμπιστευόμενη απόλυτα τη Δικαιοσύνη και αρνούμενη να παίξει το παιχνίδι της λάσπης.
Ειδικότερα, στην τελική ευθεία για την ολοκλήρωση της βρισκόταν η συζήτηση στην Ολομέλεια της Βουλής επί του σημαντικού νομοσχεδίου για τον έντυπο και ηλεκτρονικό Τύπο, όταν η αντιπολίτευση –με τρόπο που θύμιζε παλαιοκομματική τακτική– επιχείρησε να εκτρέψει τη συζήτηση, εστιάζοντας στη δικογραφία που διαβιβάστηκε από την Ευρωπαϊκή Εισαγγελία για την υπόθεση του ΟΠΕΚΕΠΕ.
Λάσπη από αντιπολίτευση
Πριν καν προλάβει να μελετηθεί πλήρως το περιεχόμενο της δικογραφίας, ο κοινοβουλευτικός εκπρόσωπος του ΣΥΡΙΖΑ Χρήστος Γιαννούλης έσπευσε να μιλήσει για «σκάνδαλο» και να στοχοποιήσει ονομαστικά δύο υπουργούς της κυβέρνησης, χωρίς να υπάρχουν τελεσίδικα πορίσματα ή αποδείξεις. Πρόκειται για την πάγια τακτική του ΣΥΡΙΖΑ: την ποινικοποίηση της πολιτικής ζωής και την πρόχειρη σπίλωση προσώπων, πάντα με «υπονοούμενα», ποτέ με ουσιαστικά στοιχεία.
Αλήθεια, με ποια θεσμική υπευθυνότητα προσέρχεται ο ΣΥΡΙΖΑ σε μια τέτοια συζήτηση; Το κόμμα που έχει πολλαπλώς επικριθεί από ευρωπαϊκούς θεσμούς για παρεμβάσεις στη Δικαιοσύνη, το κόμμα που αποπειράθηκε να στήσει το «παράλληλο κράτος» στο Μαξίμου, τώρα παριστάνει τον θεματοφύλακα της διαφάνειας. Οι πολίτες όμως έχουν μνήμη.
Ανάλογο τόνο κράτησε και ο εκπρόσωπος του ΚΚΕ, Νίκος Καραθανασόπουλος, ο οποίος αναγόρευσε τη δικογραφία σε απόλυτο τεκμήριο ενόχων, σε πλήρη αντίθεση με τις αρχές του τεκμηρίου αθωότητας. Την ίδια στιγμή, ξέχασε να αναφέρει ότι επί δεκαετίες ο ΟΠΕΚΕΠΕ λειτουργούσε με ανεπαρκείς δικλείδες ασφαλείας – ευθύνη που βαραίνει διαχρονικά κυβερνήσεις στις οποίες το ΚΚΕ σιωπηλά έδειχνε ανοχή με την ψήφο του σε κρίσιμες κοινοβουλευτικές στιγμές.
Ούτε η Ελληνική Λύση έχασε την ευκαιρία να «επενδύσει» πολιτικά στον λαϊκισμό, αναπαράγοντας ανακριβή νούμερα και εικασίες περί «εθνικού εξευτελισμού». Αντί να τοποθετηθεί σοβαρά και υπεύθυνα επί της ουσίας της δικογραφίας, επέλεξε την επικοινωνιακή εκμετάλλευση, όπως κάνει με κάθε θέμα που αφορά αγρότες και επιδοτήσεις.
Το ΠΑΣΟΚ, μέσω του κ. Μάντζου, θέλησε να δώσει μαθήματα ήθους και εντιμότητας, λησμονώντας ωστόσο τις δεκάδες υποθέσεις κακοδιαχείρισης και διαφθοράς που σημάδεψαν τη διακυβέρνησή του στις προηγούμενες δεκαετίες – και για τις οποίες υπήρξαν καταδικαστικές αποφάσεις. Ίσως τελικά η «φανέλα της διαπλοκής», όπως είπε ο ίδιος, να έχει στα χρώματά της περισσότερο πράσινο απ’ όσο θέλει να παραδεχτεί.
Ο δε ΣΥΡΙΖΑ, με απαράμιλλο πολιτικό θράσος, έκανε λόγο για «μοντέλο Καραμανλή», προσπαθώντας να προεξοφλήσει πολιτικές εξελίξεις. Πρόκειται για την ίδια τακτική ενοχοποίησης χωρίς στοιχεία, που θυμίζει επικίνδυνες εποχές θεσμικής εκτροπής.
Τα επιχειρήματα της κυβέρνησης
Η κυβέρνηση, από την πλευρά της, με απόλυτη διαφάνεια, εμπιστεύεται τη Δικαιοσύνη και τους θεσμούς. Δεν εργαλειοποιεί τις δικογραφίες, δεν εκτοξεύει κατηγορίες χωρίς αποδείξεις, και κυρίως δεν συγκαλύπτει τίποτα. Αντίθετα, έχει ήδη ξεκινήσει τον εξορθολογισμό των δομών του ΟΠΕΚΕΠΕ, μεταφέροντας κρίσιμες αρμοδιότητες στην ΑΑΔΕ για να ενισχυθεί η διαφάνεια και να μπει τέλος στις αδιαφανείς πρακτικές του παρελθόντος.
Όπως χαρακτηριστικά υπενθύμισε ο κοινοβουλευτικός εκπρόσωπος της ΝΔ Μακάριος Λαζαρίδης, οι πολίτες δεν έχουν ξεχάσει: οι μεγάλοι σκανδαλώδεις χειρισμοί επιδοτήσεων δεν ξεκίνησαν σήμερα ούτε χθες – έχουν μακρά και γνωστή ιστορία, με υπογραφές συγκεκριμένων πολιτικών παρατάξεων που σήμερα παριστάνουν τους ηθικούς κριτές.
Η Νέα Δημοκρατία παραμένει σταθερή στις αρχές της θεσμικής σοβαρότητας, της υπευθυνότητας και της πλήρους λογοδοσίας. Αν υπάρχουν ευθύνες, θα αποδοθούν εκεί που πρέπει, βάσει στοιχείων, κι όχι βάσει πολιτικών επιθυμιών της αντιπολίτευσης. Η Ελλάδα του 2025 δεν θα γυρίσει πίσω στις σκοτεινές εποχές της πολιτικής σκευωρίας.