Η Ζωή Κωνσταντοπούλου είναι έξαλλη. Όχι με την καθυστέρηση απονομής δικαιοσύνης για την τραγωδία των Τεμπών. Είναι έξαλλη γιατί —προσέξτε— δεν της έδωσαν τον πρωτότυπο σκληρό δίσκο της δικογραφίας. Όχι ένα αντίγραφο. Τον πρωτότυπο.
Καταγγέλλει θεσμικά σκοτάδια και υπονοεί δολιότητα, αλλά —ως συνήθως— ξεχνάει να αναφέρει ένα βασικό στοιχείο: ότι η ίδια και οι βουλευτές του κόμματός της χρειάστηκαν έξι ολόκληρες ημέρες για να πάνε να ρίξουν μια ματιά στη δικογραφία. Έξι ημέρες αδιαφορίας, καθυστέρησης ή «φόρτου εργασίας» (ποιος ξέρει;) και μετά… επανάσταση. Διότι έτσι είναι η επαναστατικότητα α λα Ζωή: πρώτα χάνουμε το λεωφορείο και μετά κατηγορούμε τον οδηγό ότι πήγε νωρίς.
Και όμως, η ίδια δεν παραλείπει ποτέ να εμφανίζεται ως η μοναδική αυθεντική φωνή υπεράσπισης των θυμάτων. Μιλά για τους νεκρούς των Τεμπών με στόμφο, ύφος Εισαγγελέως του Ανώτατου Δικαστηρίου και βλέμμα που φωνάζει «μόνο εγώ πονάω αληθινά». Το γεγονός ότι επί έξι μέρες κανείς από το κόμμα της δεν μπήκε καν στον κόπο να μελετήσει το υλικό της δικογραφίας, φαίνεται πως δεν αποτελεί πρόβλημα — ούτε αντίφαση.
Η Κωνσταντοπούλου δεν ζητά πρόσβαση στη δικογραφία. Ζητά σκηνικό. Θέλει να φανεί ότι της κρύβουν την αλήθεια, γιατί μόνο τότε μπορεί να πάρει το μικρόφωνο και να δώσει τη δική της παράσταση υπεράνω όλων. Ποια διαφάνεια και ποιοι θεσμοί; Το θέμα είναι να υπάρχει κάμερα, να υπάρχει σασπένς, να υπάρχει και μια δραματική παύση στο Περιστύλιο.
Η υποκρισία της δεν είναι απλώς πολιτική. Είναι σχεδόν θεσμική. Μετατρέπει κάθε σοβαρή υπόθεση σε εργαλείο προσωπικής προβολής, κι όταν αμφισβητηθεί, ανασύρει την παλιά, καλή κασέτα: «Με στοχοποιούν γιατί λέω την αλήθεια». Όχι, κυρία Κωνσταντοπούλου. Σας στοχοποιούν γιατί η «αλήθεια» σας είναι προϊον μυθοπλασίας για ψηφοθηρικούς σκοπούς.
Τα Τέμπη δεν χρειάζονται άλλους αυτόκλητους τιμητές. Χρειάζονται αλήθεια, ευθύνη και σοβαρότητα. Όχι πολιτικές πασαρέλες με καθυστερημένους πρωταγωνιστές που θυμούνται να «κόπτονται» όταν ανάψει το φως της κάμερας και βγει το καλό πλάνο. Γιατί όταν η δικαιοσύνη γίνεται σκηνικό, οι νεκροί πεθαίνουν δεύτερη φορά — αυτή τη φορά, από υποκρισία.