Η πολιτική ατμόσφαιρα στο Κοινοβούλιο κινείται για μία ακόμη φορά στον αστερισμό της έντασης και της πόλωσης. Μετά την πρωτοφανή ευθυγράμμιση ΠΑΣΟΚ, Πλεύσης Ελευθερίας και ΣΥΡΙΖΑ με την έκφραση περί «εσχάτης προδοσίας» με αφορμή την τραγωδία των Τεμπών, φαίνεται πως το μέτωπο της αντιπολίτευσης αποκτά νέο πεδίο σύγκρουσης, αυτή τη φορά με σημείο αιχμής τον υφυπουργό Παρά τω Πρωθυπουργώ, Γιώργο Μυλωνάκη.

Πρωτεργάτρια της νέας αυτής σύγκρουσης είναι η πρόεδρος της Πλεύσης Ελευθερίας, Ζωή Κωνσταντοπούλου, η οποία φαίνεται να αναλαμβάνει ρόλο άτυπης συντονίστριας και καταλύτη ανάμεσα στους «συγκυριακούς συμμάχους» της αντιπολίτευσης. Σύμφωνα με πολιτικούς παρατηρητές, η πρόεδρος της Πλεύσης Ελευθερίας επιχειρεί τώρα να στοχοποιήσει πολιτικά –και όχι μόνο– τον Γιώργο Μυλωνάκη, καταγγέλλοντας μη θεσμικές συμπεριφορές.

Η υπόθεση της «εσχάτης προδοσίας» κατά το παρελθόν είχε προκαλέσει θύελλα εντός και εκτός Βουλής και έφερε για πρώτη φορά, τότε, κοντά ετερόκλητες δυνάμεις της αντιπολίτευσης.

ΠΑΣΟΚ, ΣΥΡΙΖΑ και Πλεύση Ελευθερίας είχαν ευθυγραμμιστεί στο αίτημα για Προανακριτική και καταλογισμό ευθυνών στο υψηλότερο δυνατό επίπεδο.

Τις τελευταίες ημέρες, παρά την αποδοκιμασία από την κυβέρνηση και τμήμα της κοινής γνώμης για οξείς νομικούς και πολιτικούς χαρακτηρισμούς, η Ζωή Κωνσταντοπούλου εντείνει την επίθεση, στρέφοντας τους προβολείς στον υφυπουργό Γιώργο Μυλωνάκη.

Με δημόσιες παρεμβάσεις, αιτήσεις κατάθεσης εγγράφων και επίκαιρες ερωτήσεις, η πρόεδρος του συγκεκριμένου κόμματος διαμορφώνει μια νέα στρατηγική:

Κατηγορεί τον κ. Μυλωνάκη ότι γνώριζε λεπτομέρειες της υπόθεσης ΟΠΕΚΕΠΕ και τον παρουσιάζει ως «το δεξί χέρι του Μαξίμου» σε «επιχειρήσεις φίμωσης και εκβιασμού».

Την ίδια ώρα, εγείρει σοβαρά θεσμικά ζητήματα, μιλώντας ανοιχτά για «κρατικές σκιές» που αγγίζουν τη δημοκρατική ομαλότητα, ενώ καλεί τα κόμματα της αντιπολίτευσης να πάρουν θέση, υπενθυμίζοντάς τους τη «γραμμή» που χάραξαν στην υπόθεση της «εσχάτης προδοσίας».

Δεν είναι λίγοι εκείνοι που εκτιμούν ότι η κ. Κωνσταντοπούλου επιχειρεί να επιβάλει ηγεμονικό ρόλο στην αντιπολίτευση, κυρίως στον τομέα της διαφάνειας και της θεσμικής κάθαρσης, ενώ παράλληλα ζητά με τον γνωστό της τρόπο την κατάθεση σχετικών πρακτικών και εισαγγελικών διατάξεων, προκαλώντας ευθέως το κυβερνητικό επιτελείο.

Για άλλους πολιτικούς παρατηρητές η στροφή της κ. Κωνσταντοπούλου με τη στοχοποίηση του Γιώργου Μυλωνάκη θέτει σε δύσκολη θέση τόσο το ΠΑΣΟΚ όσο και τον ΣΥΡΙΖΑ, ως προς την αντιπολιτευτική τους τακτική.

Το ΠΑΣΟΚ διατηρεί κάποιες αποστάσεις, με κύκλους του να κάνουν λόγο για «επαναφορά τοξικών πρακτικών» που πλήττουν τη σοβαρότητα της αντιπολίτευσης, παρ’ όλα αυτά δεν παίρνει απολύτως ξεκάθαρη θέση. Περίπου την ίδια τακτική ακολουθεί και ο ΣΥΡΙΖΑ.

Ο ίδιος ο Γιώργος Μυλωνάκης αντέδρασε άμεσα σε έντονο τόνο. Σε δηλώσεις του έκανε λόγο για «κατασκευασμένες θεωρίες» και «παραμυθάδες που κυκλοφορούν για να καλύψουν πολιτική ένδεια». Απευθυνόμενος στην πρόεδρο της Πλεύσης Ελευθερίας, είπε: «Η κ. Κωνσταντοπούλου προσπαθεί να χτίσει το νέο της πολιτικό αφήγημα πάνω σε θεωρίες συνωμοσίας. Τη διαβεβαιώνω πως δεν θα τα καταφέρει. Οι Ελληνες πολίτες δεν τρώνε σανό».

Η κυβέρνηση, από την πλευρά της, επιλέγει να στηρίξει τον υφυπουργό, αποδοκιμάζοντας τις γνωστές πρακτικές εχθροπάθειας, τοξικότητας και πόλωσης που προωθούν συχνά πυκνά οι διάφοροι θύλακες της αντιπολίτευσης με πρώτη, στην παρούσα φάση, την πρόεδρο της Πλεύσης Ελευθερίας.

Άλλοι πολιτικοί παρατηρητές πίσω από τη συγκεκριμένη υπόθεση διαβλέπουν στοιχεία εργαλειοποίησης της κοινοβουλευτικής διαδικασίας για μικροπολιτικούς λόγους.

Ολα δείχνουν ότι η Ζωή Κωνσταντοπούλου φαίνεται αποφασισμένη να φτάσει το ζήτημα στα άκρα, ακόμα κι αν αυτό σημαίνει μετωπική σύγκρουση με οποιοδήποτε κόμμα της αντιπολίτευσης δεν ακολουθήσει τη δική της πολιτική γραμμή.

Η υπόθεση Μυλωνάκη δείχνει ότι δεν είναι απλώς μια προσωπική πολιτική σύγκρουση. Αντιθέτως, εξελίσσεται σε πεδίο μάχης για τον έλεγχο της αντιπολιτευτικής αφήγησης περί διαφάνειας και θεσμικής ευθύνης στην πολιτική ζωή της χώρας.

Η Ζωή Κωνσταντοπούλου επιδιώκει να αναδειχθεί σε σημείο αναφοράς για το «αντισυστημικό» πολιτικό ήθος, ακόμα και με κόστος την όποια μελλοντική της απομόνωση.

Από την άλλη, το κυβερνητικό στρατόπεδο δείχνει αποφασισμένο να μην αφήσει κανένα υπονοούμενο να αιωρείται, επιδιώκοντας να ανακόψει την οποιαδήποτε πολιτική δυναμική που προωθείται συχνά πυκνά από την πρόεδρο της Πλεύσης Ελευθερίας.

Πάντως, στον χώρο της αντιπολίτευσης παρατηρείται ολοένα και πιο έντονα η υιοθέτηση πρακτικών εχθροπάθειας, τοξικότητας και σκόπιμης πόλωσης από διάφορους θύλακες. Αυτές οι τακτικές δεν αποτελούν απλώς ρητορικά τεχνάσματα, αλλά συνειδητές επιλογές στρατηγικής με στόχο την αποδόμηση της κυβερνητικής εικόνας, την καλλιέργεια κοινωνικής δυσαρέσκειας και την πρόκληση πολιτικής έντασης.

Η εχθροπάθεια εκδηλώνεται με συστηματική δαιμονοποίηση του όποιου «αντιπάλου», είτε πρόκειται για θεσμούς είτε για πρόσωπα. Κάποιοι, αντί να επιλέγουν τον πολιτικό διάλογο και την κατάθεση εποικοδομητικών προτάσεων, επιδίδονται σε προσωπικές επιθέσεις, συκοφαντίες και ψευδείς ειδήσεις.

Η τοξικότητα εκδηλώνεται μέσα από λόγο που ενισχύει τον θυμό, την καχυποψία και τη δυσπιστία των πολιτών απέναντι σε κάθε θεσμική λειτουργία. Μέσα κοινωνικής δικτύωσης και κομματικοί μηχανισμοί λειτουργούν ως πολλαπλασιαστές αυτής της κουλτούρας, προωθώντας συνθήματα και αφηγήσεις που υπονομεύουν τον πολιτικό πολιτισμό.

Η πόλωση, τέλος, επιδιώκεται συστηματικά ώστε να θολώσει το κριτήριο του πολίτη. Όσο πιο έντονος είναι ο διχασμός, τόσο πιο εύκολα χειραγωγούνται τα αντανακλαστικά του εκλογικού σώματος. Η κοινή λογική υποχωρεί μπροστά στην κομματική τυφλότητα.
Η υιοθέτηση αυτών των πρακτικών, όχι μόνο φθείρει τη δημοκρατία, αλλά υπονομεύει τη δυνατότητα συνεννόησης και προόδου. Η υπεύθυνη αντιπολίτευση δεν είναι αυτή που φωνάζει δυνατότερα, αλλά αυτή που προτείνει λύσεις και σέβεται τον δημόσιο διάλογο.