Ύστερα από μαραθώνιες διαβουλεύσεις σε υψηλό επίπεδο, Ευρωπαϊκή Ένωση και Ηνωμένες Πολιτείες κατέληξαν τελικά σε ένα κοινό πλαίσιο για τις εμπορικές τους σχέσεις.

Η συμφωνία επετεύχθη λίγο πριν από την έναρξη του νέου γύρου συνομιλιών των ΗΠΑ με την Κίνα, έπειτα από απευθείας συνάντηση ανάμεσα στην Ούρσουλα φον ντερ Λάιεν και τον Ντόναλντ Τραμπ, η οποία κρίθηκε καθοριστική για την επίτευξη προόδου.

Σύμφωνα με την ανάλυση του BBC, η εμπορική συμφωνία αποτελεί από πολλές απόψεις μια μεγάλη νίκη για την κυβέρνηση Τραμπ (με δεδομένο ότι η ΕΕ αποτελείται από 27 χώρες), ενώ για την πρόεδρο της Ευρωπαϊκής Επιτροπής, Ούρσουλα φον ντερ Λάιεν, όχι ολοκληρωτική ήττα. «Η παρηγοριά για την ΕΕ είναι ότι τώρα αντιμετωπίζει δασμό 15% από τις ΗΠΑ, αντί για το 30% που είχε απειληθεί», αναφέρει χαρακτηριστικά το δημοσίευμα. Τονίζεται, ωστόσο, ότι η συμφωνία εξακολουθεί να αποτελεί σημαντική υποχώρηση, καθώς το ποσοστό είναι πολύ υψηλότερο απ' ό,τι πριν ο Τραμπ ανακοινώσει, τον περασμένο Απρίλιο, το σχέδιό του για τους δασμούς και όχι τόσο ευνοϊκό όσο το 10% του Ηνωμένου Βασιλείου.

Σύμφωνα με την ανάλυση, οι Βρυξέλλες μπορούν να επισημάνουν ότι το χαμηλότερο ποσοστό ισχύει για πολλές σημαντικές ευρωπαϊκές εξαγωγές. Αυτό σημαίνει, επίσης, πως οι Ευρωπαίοι κατασκευαστές αυτοκινήτων θα αντιμετωπίσουν εισαγωγικό φόρο 15% στις ΗΠΑ, αντί για τον παγκόσμιο δασμό 25% που επιβλήθηκε τον Απρίλιο.


Σε αντάλλαγμα, η ΕΕ θα ανοίξει τις αγορές της σε αμερικανικά προϊόντα χωρίς δασμούς και θα προχωρήσει σε σημαντικές αγορές στον κλάδο της ενέργειας και στρατιωτικού εξοπλισμού. Συγκεκριμένα, ο Τραμπ δήλωσε ότι η ΕΕ θα ενισχύσει τις επενδύσεις της στις ΗΠΑ κατά 600 δισεκατομμύρια δολάρια, συμπεριλαμβανομένου του αμερικανικού στρατιωτικού εξοπλισμού, και θα δαπανήσει 750 δισεκατομμύρια δολάρια για ενέργεια.

Όπως σημειώνει το BBC, για την ΕΕ ο κίνδυνος ενός εμπορικού πολέμου με τη μεγαλύτερη οικονομία του κόσμου δεν ήρθε την ιδανική στιγμή, καθώς η οικονομική ανάπτυξή της ήταν υποτονική και μόλις την περασμένη εβδομάδα η Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα προειδοποίησε ότι «το περιβάλλον παραμένει εξαιρετικά αβέβαιο, κυρίως λόγω των εμπορικών διενέξεων». Έτσι, με αυτή τη συμφωνία υποχωρεί η αβεβαιότητα.

Ένα άλλο σημείο που καθιστούσε την ΕΕ διαπραγματευτικά αδύναμη είναι, σύμφωνα με την ανάλυση, και η σε μεγάλο βαθμό εξάρτηση της Ευρώπης από τις ΗΠΑ για την ασφάλειά της. «Στο πίσω μέρος του μυαλού της διαπραγματευτικής ομάδας των Βρυξελλών θα υπήρχαν ανησυχίες ότι ο Τραμπ θα μπορούσε ενδεχομένως να σταματήσει τις προμήθειες όπλων στην Ουκρανία, να αποσύρει τον αμερικανικό στρατό από την περιοχή ή ακόμα και να αποχωρήσει από το ΝΑΤΟ», αναφέρει χαρακτηριστικά το BBC.

Ενδεικτική είναι και η δήλωση του πρώην διαπραγματευτή της ΕΕ για το εμπόριο, Τζον Κλαρκ, στο βρετανικό δίκτυο: «Η ΕΕ βρισκόταν σε αδύναμη θέση, φοβάμαι. Δεν είχε άλλη επιλογή. Ο Τραμπ δεν επρόκειτο να υποχωρήσει και συμφώνησε με το 15%, οπότε είναι μια κακή μέρα για το διεθνές εμπόριο, ειλικρινά. Θα μπορούσε όμως να ήταν και χειρότερα».