Η πρόσφατη εμπορική συμφωνία ΗΠΑ–ΕΕ, που ανακοίνωσε ο Ντόναλντ Τραμπ την Κυριακή 27 Ιουλίου, αποτρέπει προς το παρόν μια κλιμάκωση στο διατλαντικό εμπόριο. Ταυτόχρονα, ωστόσο, αναδεικνύει με σαφήνεια τη στρατηγική θέση ισχύος στην οποία βρίσκονται οιΗνωμένες Πολιτείες και την περιορισμένη διαπραγματευτική ευχέρεια της ΕΕ.

Η συμφωνία προβλέπει διατήρηση δασμών 15% για το μεγαλύτερο μέρος των ευρωπαϊκών προϊόντων που εξάγονται στις ΗΠΑ, με εξαίρεση τον χάλυβα και το αλουμίνιο που παραμένουν σε συντελεστή 50%. Αντιστοίχως, η ΕΕ δεσμεύεται για επενδύσεις 600 δισ. δολαρίων στην αμερικανική οικονομία και επιπλέον αγορές ενέργειας και στρατιωτικού εξοπλισμού συνολικού ύψους 750 δισ. δολαρίων.

Η ΕΕ απέτρεψε το χειρότερο, αλλά όχι χωρίς κόστος

Η συμφωνία ήρθε λίγες ημέρες πριν από την 1η Αυγούστου, όταν επρόκειτο να ενεργοποιηθούν δασμοί 30%. Επομένως, η μείωση σε 15% μπορεί να ερμηνευτεί ως μια διπλωματική ανακούφιση. Ωστόσο, ο χαρακτήρας της συμφωνίας παραμένει ασύμμετρος: η ΕΕ απέτρεψε μια πλήρη εμπορική ρήξη, αλλά αναγκάστηκε να το κάνει με υποχρεώσεις που ξεπερνούν το ένα τρισεκατομμύριο δολάρια.

Από ευρωπαϊκής πλευράς, ο πολιτικός στόχος ήταν η διατήρηση της προβλεψιμότητας και της πρόσβασης στην αμερικανική αγορά. Το τίμημα γι' αυτό ήταν η αποδοχή όρων που δεν εξασφαλίζουν ούτε μακροχρόνια ισορροπία, ούτε αμοιβαιότητα. Οι ΗΠΑ πέτυχαν τη μείωση των εντάσεων διατηρώντας τον πυρήνα των προστατευτικών τους μέτρων, ειδικά στους τομείς όπου έχουν ενισχυμένο στρατηγικό ενδιαφέρον (χάλυβας, ενέργεια, εξοπλισμοί).

Στρατηγική εικόνα: πού βαδίζει η Ευρώπη;

Η εξέλιξη αυτή έρχεται σε μια περίοδο όπου η Ευρώπη επιδιώκει στρατηγική αυτονομία, χωρίς ωστόσο να έχει ακόμη τα θεσμικά εργαλεία ή την κοινή φωνή που απαιτείται για ισοδύναμες διαπραγματεύσεις. Αντί για ενιαία στρατηγική, βλέπουμε επιμέρους εθνικά συμφέροντα να προσπαθούν να ισορροπήσουν απέναντι σε μια Ουάσινγκτον που δρα με ενιαία γραμμή και σαφείς γεωοικονομικούς στόχους.

Οι ευρωπαϊκές επιχειρήσεις θα επωμιστούν το επιπλέον κόστος των δασμών, ιδίως στους τομείς της αυτοκινητοβιομηχανίας και των φαρμάκων. Η γερμανική Volkswagen έχει ήδη καταγράψει ζημίες άνω του 1,3 δισ. ευρώ μέσα στο πρώτο εξάμηνο του έτους λόγω των αμερικανικών μέτρων. Η συμφωνία περιορίζει περαιτέρω το περιθώριο ανταγωνιστικότητας χωρίς να προσφέρει επαρκή αντισταθμιστικά οφέλη.

Συμπέρασμα: αναγκαίος συμβιβασμός, όχι στρατηγική επιτυχία

Η ΕΕ πέτυχε μια μορφή σταθερότητας, αλλά όχι με τους δικούς της όρους. Η συμφωνία εξασφαλίζει αποσυμπίεση των πιέσεων, όμως δεν αναιρεί τη βαθύτερη ανισορροπία στις εμπορικές σχέσεις ΗΠΑ–ΕΕ. Αντιθέτως, τη νομιμοποιεί.

Σε μια συγκυρία γεμάτη γεωπολιτικές εντάσεις και ανασχεδιασμό αλυσίδων εφοδιασμού, η Ευρώπη καλείται να αναρωτηθεί: μπορεί να διαπραγματεύεται στο πλαίσιο που της ορίζουν οι άλλοι; Ή θα επενδύσει επιτέλους στην ενιαία πολιτική βούληση που απαιτείται για πραγματική ισοτιμία;

Η συμφωνία των 15% δεν είναι αποτυχία. Είναι όμως υπενθύμιση πως η ισχύς - ακόμη και στο εμπόριο - παραμένει το πρώτο και τελευταίο διαπραγματευτικό όπλο.