Σε μια χώρα όπου το καρότσι στο πεζοδρόμιο μοιάζει με αγώνισμα επιβίωσης και η ράμπα θεωρείται πολυτέλεια, κάθε μικρό βήμα για την προσβασιμότητα μοιάζει με επανάσταση. Χθες ήταν οι πρώτες πινακίδες Braille σε στάσεις λεωφορείων, αύριο ίσως μια ακόμα ράμπα στην είσοδο μιας πολυκατοικίας. Κάθε τέτοια κίνηση είναι σημαντική. Αλλά το ερώτημα μένει: γιατί χρειάζεται «επανάσταση» για κάτι τόσο αυτονόητο;

Δεν μιλάμε μόνο για το κράτος ή τις δομές του. Μιλάμε για εμάς. Για τους πολίτες που παρκάρουμε πάνω σε ράμπες, που ενοχλούμαστε από το σκύλο-οδηγό στο λεωφορείο, που δεν μπαίνουμε στον κόπο να σκεφτούμε το διαφορετικό σώμα, την αθέατη ανάγκη, τον διπλανό μας. Μιλάμε για τη μικρή, καθημερινή αδιαφορία που κάνει τους άλλους αόρατους.

Η ισοτιμία δεν είναι χάρη ούτε φιλανθρωπία. Είναι δικαίωμα. Και όσο αντιμετωπίζουμε την προσβασιμότητα σαν «διευκόλυνση», τόσο θα παραμένουμε μια κοινωνία που αφήνει πίσω τους πιο ευάλωτους. Στην πραγματικότητα, η μάχη για ράμπες, αναβατόρια, Braille και νοηματική δεν είναι μάχη για «εκείνους», είναι μάχη για όλους. Γιατί η αναπηρία, προσωρινή ή μόνιμη, μπορεί να αγγίξει τον καθένα μας.

Δεν αρκεί να περιμένουμε από το κράτος. Ούτε από τις υποδομές. Το στοίχημα είναι πιο απλό και πιο δύσκολο: να εκπαιδεύσουμε την κοινωνία μας. Να μάθουμε να βλέπουμε τον άνθρωπο πριν από την αναπηρία. Να ανοίγουμε τον δρόμο, κυριολεκτικά και μεταφορικά. Να σκεφτόμαστε: αν ήταν δικό μου παιδί, αν ήμουν εγώ, θα με βόλευε αυτό που τώρα θεωρώ «λεπτομέρεια»;

Η πρόσβαση στη ζωή δεν πρέπει να είναι μάχη. Πρέπει να είναι δεδομένο. Και αυτό δεν θα το πετύχουμε με εγκυκλίους και εξαγγελίες μόνο· θα το πετύχουμε όταν αλλάξει ο τρόπος που σκεφτόμαστε όλοι μας.