Η κλιματική κρίση δεν είναι πια ένα σενάριο επιστημονικής φαντασίας, αλλά η πραγματικότητα που καθορίζει την καθημερινότητά μας. Ζούμε σε μια χώρα όπου τα καλοκαίρια γίνονται ολοένα και πιο παρατεταμένα και οι καύσωνες δεν είναι πια έκτακτα φαινόμενα, αλλά σχεδόν κανονικότητα. Στη μεσογειακή Ελλάδα, όπου οι θερμοκρασίες σπάνε ρεκόρ και η φύση δοκιμάζεται, η ανάγκη για δράση δεν είναι απλώς επείγουσα, είναι υπαρξιακή.
Ο Κώστας Καλούδης, υπεύθυνος εκστρατείας για το κλίμα και την ενέργεια της Greenpeace, επισημαίνει ότι η χώρα μας βρίσκεται σε «hot spot» της κλιματικής αλλαγής. Οι αριθμοί είναι αμείλικτοι: μόνο το περασμένο καλοκαίρι, περισσότεροι από 808 άνθρωποι στη χώρα έχασαν τη ζωή τους εξαιτίας καυσώνων που σχετίζονται άμεσα με την κλιματική αλλαγή. «Η καθημερινότητά μας, η υγεία, η οικονομία, η γεωργία, όλα επηρεάζονται. Χρειαζόμαστε περισσότερη ενέργεια για ψύξη, έχουμε λιγότερο νερό για καλλιέργειες, οι πόλεις μας γίνονται αβίωτες χωρίς πράσινο», τονίζει.
Η Ελλάδα γνωρίζει ήδη τις συνέπειες: πλημμύρες, πυρκαγιές, λειψυδρία. Οι επιστήμονες προειδοποιούν ότι αν δεν αλλάξει κάτι, περιοχές όπως η Θεσσαλία και η Κρήτη κινδυνεύουν με ερημοποίηση.
Όπως επισημαίνει ο κ. Καλούδης, το ίδιο το θαλάσσιο οικοσύστημα απειλείται, με τις θερμοκρασίες στη Μεσόγειο να αυξάνονται ταχύτερα από οποιοδήποτε άλλο σημείο του πλανήτη. Αυτό σημαίνει αλλαγές στα αλιεύματα, στην τροφική αλυσίδα και τελικά στην οικονομία.
Και συνεχίζει υπογραμμίζοντας ότι ο κίνδυνος δεν είναι θεωρητικός. Αν συνεχιστεί η σημερινή τάση, περιοχές όπως η Θεσσαλία και η Νότια Κρήτη κινδυνεύουν να ερημοποιηθούν μέσα στις επόμενες δεκαετίες. Ένα τέτοιο σενάριο δεν σημαίνει μόνο απώλεια καλλιεργήσιμης γης, αλλά και οικονομικό και κοινωνικό σοκ: αγρότες που θα αναγκαστούν να εγκαταλείψουν τον τόπο τους, ολόκληρες κοινότητες που θα μαραζώσουν. Η ερημοποίηση δεν είναι απλώς ένα περιβαλλοντικό ζήτημα· είναι απειλή για την ίδια τη βιωσιμότητα της ζωής στον τόπο μας.
Τι κάνει η Ελλάδα
Η πολιτεία έχει ήδη ανοίξει το βήμα προς την αντιμετώπιση της κρίσης. Το υπουργείο Περιβάλλοντος και Ενέργειας, υπό τον Σταύρο Παπασταύρου, τονίζει ότι «η κλιματική κρίση είναι εδώ, τη βιώνουμε και απαιτεί φιλόδοξους αλλά και ρεαλιστικούς στόχους». Στην πρόσφατη σύνοδο υπουργών Περιβάλλοντος της ΕΕ, η Ελλάδα στήριξε δεσμευτικούς στόχους για το 2040, επιμένοντας ταυτόχρονα ότι οι πολιτικές πρέπει να λαμβάνουν υπόψη την κοινωνική διάσταση, τις αντοχές των πολιτών και την ανταγωνιστικότητα των επιχειρήσεων.
Στο πρακτικό πεδίο, η συζήτηση για την πράσινη ενέργεια και τα φωτοβολταϊκά είναι στο προσκήνιο. Το υπουργείο εξετάζει μέτρα για αποθήκευση ενέργειας, ώστε να περιοριστούν οι απώλειες και να αξιοποιηθεί στο μέγιστο η παραγωγή από ΑΠΕ. Η κατεύθυνση είναι σαφής: περισσότερη καθαρή ενέργεια, καλύτερη διαχείριση και προώθηση λύσεων που θα ωφελούν τον πολίτη στην καθημερινότητά του.
Αυτό το σημείο είναι κομβικό. Η μετάβαση δεν αφορά μόνο κυβερνήσεις ή διεθνείς οργανισμούς. Χρειάζεται συμμετοχή πολιτών και κοινωνίας. Ο κ. Καλούδης υπογραμμίζει ότι μπορούν να γίνουν άμεσα κάποια βήματα: εξοικονόμηση ενέργειας, καλύτερη μόνωση κατοικιών, αλλαγή καταναλωτικών συνηθειών, συμμετοχή σε ενεργειακές κοινότητες. Οι πολίτες, με μικρές κινήσεις, μπορούν να μειώσουν το αποτύπωμά τους και να επωφεληθούν και οικονομικά.
Παράλληλα, η ίδια η Τοπική Αυτοδιοίκηση και οι κοινότητες έχουν ρόλο στην προσαρμογή. Δεν είναι τυχαίο ότι η έλλειψη πρασίνου στις πόλεις μας μετατρέπει τους δρόμους σε τσιμεντένιες «παγίδες θερμότητας». Η λύση, όπως λένε οι ειδικοί, δεν είναι μόνο η τεχνολογία αλλά και η επαναφορά της φύσης μέσα στο αστικό τοπίο. Πάρκα, ποτάμια, δενδροφυτεύσεις μπορούν να λειτουργήσουν ως φυσικές ασπίδες απέναντι στην κρίση.
Το μήνυμα είναι διπλό. Από τη μία, η πολιτεία αναλαμβάνει δράση με ρεαλισμό και σχέδιο, ώστε να προστατεύσει πολίτες και οικονομία. Από την άλλη, οι ίδιοι οι πολίτες πρέπει να σταθούν συμμέτοχοι στην αλλαγή. Δεν είναι υπόθεση «κάποιων». Είναι η ζωή όλων.
Το αν θα μπορέσουμε να παραδώσουμε έναν βιώσιμο κόσμο στις επόμενες γενιές εξαρτάται από τη συνεργασία κράτους, επιστημόνων, φορέων και πολιτών. Γιατί η κλιματική κρίση δεν κάνει διακρίσεις, μας αφορά όλους. Και μόνο με συλλογική δράση μπορούμε να μετατρέψουμε την απειλή σε ευκαιρία: για μια Ελλάδα πιο ανθεκτική, πιο πράσινη, πιο ανθρώπινη.