Το περασμένο σαββατοκύριακο, η Κεντρική Επιτροπή του ΣΥΡΙΖΑ συνεδρίασε με στόχο –λέει– την ανασυγκρότηση, την ίδια στιγμή που ο Στέφανος Κασσελάκης τελούσε το πρώτο συνέδριο του νεοσύστατου κόμματός του, περιχαρής, κεκλεισμένων των θυρών με ένα μάτσο 300 συνδαιτυμόνες. Και οι δύο χώροι –παρότι εχθρικοί μεταξύ τους– είχαν ένα κοινό: την πλήρη αποκοπή από την πραγματικότητα.

Στους κλειστούς αυτούς μικρόκοσμους, η Ελλάδα υποφέρει, λιμοκτονεί, παραπαίει. Οι «προοδευτικοί» αναπαράγουν το αγαπημένο τους αφήγημα περί κοινωνικής καταστροφής, ταξικής λεηλασίας και εκμετάλλευσης. Μιλούν για φτώχεια και εξαθλίωση με τον τόνο του παρηκμασμένου ιεροκήρυκα – μόνο που το ποίμνιο πια έχει αλλάξει κανάλι.

Γιατί την ίδια ώρα, έξω από τις πολιτικές σέκτες της μελαγχολίας, η Ελλάδα ζούσε. Οι πόλεις έσφυζαν από ζωή, τα μαγαζιά ήταν γεμάτα, οι δρόμοι είχαν κίνηση, τα εστιατόρια κρατήσεις. Όχι, αυτό δεν σημαίνει πως όλα είναι τέλεια. Αλλά δεν είμαστε στη Βενεζουέλα – όσο κι αν κάποιοι θα το ήθελαν για να δικαιωθούν.

Η κοινωνία έχει σταματήσει να καταπίνει το μίζερο αριστερό αφήγημα. Δεν συγκινείται πια από επαναστατικά τσιτάτα, ούτε από φαντασιώσεις κατάρρευσης. Οι άνθρωποι θέλουν κανονικότητα, σταθερότητα, και –ναι– ευημερία. Θέλουν να ζήσουν, όχι να αναστενάξουν στο βωμό μιας πολιτικής που θρέφεται από τη δυστυχία.

Το πρόβλημα, λοιπόν, δεν είναι πως η Ελλάδα ζει στη φτώχεια. Το πρόβλημα είναι πως ένα κομμάτι του πολιτικού κόσμου ζει σ’ ένα παράλληλο σύμπαν. Κλεισμένοι στους τέσσερις τοίχους της ιδεολογικής τους αποστειρωμένης αίθουσας, βλέπουν έναν λαό που δεν υπάρχει και παλεύουν για μια λύτρωση που κανείς δεν τους ζήτησε.

Ας τους αφήσουμε εκεί. Να παλεύουν με φαντάσματα. Οι υπόλοιποι, ευτυχώς, προχωράμε.