Στις 3 Σεπτεμβρίου 1974, λίγους μήνες μετά την πτώση της Χούντας, ο Ανδρέας Παπανδρέου ίδρυσε το ΠΑΣΟΚ. Με συνθήματα που συγκινούσαν: «ΕΟΚ και ΝΑΤΟ το ίδιο συνδικάτο» ή «Η Ελλάδα ανήκει στους Έλληνες», υπόσχονταν ριζική αλλαγή. Η Ελλάδα θα απελευθερωνόταν από ξένες επιρροές και κοινωνικές ανισότητες. Στην πράξη, όμως, η πολιτική μετατράπηκε σε λαϊκισμό και παροχολογία.
Από την πρώτη μέρα της ανόδου στην εξουσία το 1981, το κόμμα μοίραζε θέσεις στο Δημόσιο και επιδόματα για όλους. Το «Τσοβόλα δώστα όλα» έγινε σύμβολο αυτής της γενναιοδωρίας χωρίς όρια. Οι πολίτες έμαθαν να απαιτούν τα πάντα από το κράτος, χωρίς να παράγουν. Το κράτος πελατειακό και η οικονομία εύθραυστη έγιναν καθημερινότητα.
Και τα σκάνδαλα δεν άργησαν. Ο Άκης Τσοχατζόπουλος, υπουργός-σύμβολο των εξοπλιστικών, καταδικάστηκε για μίζες εκατομμυρίων. Ο Γιάννος Παπαντωνίου βρέθηκε στο στόχαστρο για ελβετικούς λογαριασμούς. Ο Τάσος Μαντέλης και ο Θόδωρος Τσουκάτος συνδέθηκαν με τις μίζες της Siemens. Η υπόθεση Κοσκωτά και τα θαλασσοδάνεια των ΔΕΚΟ έγιναν σύμβολα της διαπλοκής.
Το ΠΑΣΟΚ μετέτρεψε τη διαφθορά σε κανονικότητα. Κάθε νέο σκάνδαλο επιβεβαίωνε ένα κόμμα αποκομμένο από τη διαφάνεια. Ο λαϊκισμός έγινε ιδεολογία. Τα μεγάλα συνθήματα και το «δώστα όλα» εγκλώβισαν γενιές σε δανεικά και εύκολα χρήματα. Το κράτος γονατίστηκε, η κοινωνία εθίστηκε στο εύκολο, η ανάπτυξη θυσιάστηκε για το χειροκρότημα.
Σήμερα το ΠΑΣΟΚ προσπαθεί να ξαναγράψει την ιστορία του και να παρουσιαστεί ως «υπεύθυνη δύναμη». Οι πολίτες όμως θυμούνται. Τον Τσοχατζόπουλο, τον Παπαντωνίου, τον Μαντέλη, τον Τσουκάτο, τον Τσοβόλα. Θυμούνται ποιος τους έμαθε ότι «λεφτά υπάρχουν».
Η επέτειος του ΠΑΣΟΚ δεν είναι αφορμή για εορτασμό. Είναι υπενθύμιση ότι ο λαϊκισμός, η παροχολογία και η διαφθορά αφήνουν πάντα πίσω τους μια χώρα γονατισμένη.