Ο ΣΥΡΙΖΑ, κάποτε η ναυαρχίδα της ελληνικής Αριστεράς, έχει μετατραπεί σε ένα μωσαϊκό κομμάτων, ρευμάτων και προσωπικών στρατηγικών. Η διάσπαση είναι βαθιά και συνοδεύεται από μια αντιπολίτευση ανίκανη να αρθρώσει σοβαρό πολιτικό λόγο ή να συγκροτήσει στοιχειώδες ενιαίο μέτωπο απέναντι στην κυβέρνηση.

Ο Αλέξης Τσίπρας υποτίθεται πως αποχώρησε, αλλά το φάντασμά του πλανάται ακόμη πάνω από τον ΣΥΡΙΖΑ, κυρίως γιατί κανείς δεν τόλμησε ή δεν μπορούσε να του δώσει μια νέα ταυτότητα.

Ο Σωκράτης Φάμελλος, που θυμίζει περισσότερο υπηρεσιακό τεχνοκράτη παρά ηγέτη, προσπαθεί να διαχειριστεί ένα κόμμα με διαλυμένο εσωτερικό και απογοητευμένους ψηφοφόρους. Ο Παύλος Πολάκης, από την άλλη, συνεχίζει να φωνάζει πιο πολύ κι από τις ανακοινώσεις του κόμματος. Ο ΣΥΡΙΖΑ δεν έχει πια ούτε σαφές αφήγημα, ούτε όραμα, ούτε κοινό. 

Κραυγές και δημαγωγία

Η Ζωή Κωνσταντοπούλου, πρόεδρος της Πλεύσης Ελευθερίας και πρώην πρόεδρος της Βουλής, φαίνεται να αντιμετωπίζει τους θεσμούς όχι ως πυλώνες της Δημοκρατίας, αλλά ως σκηνικό για προσωπικές παραστάσεις. Η συμπεριφορά της στο Κοινοβούλιο ακροβατεί διαρκώς ανάμεσα στην επιθετικότητα, την υπερδραματοποίηση και την παντελή αδιαφορία για τον κοινοβουλευτικό κανονισμό.

Δεν είναι λίγες οι φορές που διακόπτει με κραυγές, περιφρονεί τις παρεμβάσεις της έδρας και μονοπωλεί τον λόγο, μετατρέποντας την αίθουσα σε θέατρο προσωπικής ανάδειξης, όπου εκείνη αναλαμβάνει τους ρόλους του εισαγγελέα, του κατηγόρου και, φυσικά, του πολιτικού μεσσία.

Οταν δεν καταγγέλλει «πραξικοπήματα», «δικτατορίες» ή «καθεστωτικούς μηχανισμούς», εξαντλείται σε επιδείξεις ηθικής ανωτερότητας, λες και δεν υπήρξε ποτέ μέλος της ίδιας εξουσίας που σήμερα καταγγέλλει. Κι όμως, δεν δίστασε να εκμεταλλευτεί ακόμη και την τραγωδία των Τεμπών για να χτίσει πολιτικό αφήγημα και προσωπική προβολή, χρησιμοποιώντας τον πόνο ως εργαλείο δημαγωγίας.

Η αντιδημοκρατικότητα φαίνεται όταν ένας πολιτικός επιχειρεί να παρακάμψει ή να εξουδετερώσει τις συλλογικές διαδικασίες προς όφελος του προσωπικού του βήματος. Σε αυτό, η κυρία Κωνσταντοπούλου χωρίς αμφιβολία κατέχει την πρωτιά.

Πολιτικά ανύπαρκτοι

Η Νέα Αριστερά υπό τον Αλέξη Χαρίτση δεν έχει βρει ούτε φωνή ούτε πολιτικό στίγμα. Η αδυναμία της να εδραιωθεί και να πείσει εκδηλώνεται με την απουσία συνεκτικού προγράμματος και στρατηγικής, αφήνοντας το κόμμα στο περιθώριο, χωρίς σημαντική επιρροή στην πολιτική σκηνή. Ισως τελικά η μόνη πιθανότητα επιβίωσης να είναι μια μελλοντική συνεργασία με τον ΣΥΡΙΖΑ, η ένωση δύο ναυαγών σε καράβια που βούλιαξαν πριν ακόμα βγουν από το λιμάνι.

Ο επιχειρηματίας Στέφανος Κασσελάκης, πρόεδρος του Κινήματος Δημοκρατίας, δεν φαίνεται να διαθέτει το πολιτικό χάρισμα που απαιτείται για να ηγηθεί ενός κόμματος στην παρούσα συγκυρία. Η έλλειψη σαφούς προγράμματος και οι ανεπαρκείς πρωτοβουλίες έχουν κάνει το κόμμα του να περνά απαρατήρητο στη δημόσια σφαίρα.

Ο Γιάνης Βαρουφάκης, ιδρυτής και γραμματέας του ΜέΡΑ25, παρουσιάζεται ως ο αριστερός της παρέας, όμως παράλληλα κερδίζει σημαντικά ποσά από παρουσιάσεις και ομιλίες στο εξωτερικό. Η εικόνα του «αριστερού» με διεθνή επαγγελματική καριέρα γεννά εύλογες αμφιβολίες για την ειλικρίνεια των πολιτικών του θέσεων, ενώ το πολιτικό του πρόγραμμα στερείται ρεαλισμού και συνοχής. Πρόκειται για ένα μείγμα θεωρίας, τεχνικών όρων και... ρητορικής επιστροφής στο 2015. Ομως, ευτυχώς, το 2015 πέρασε. Και ο κόσμος γύρισε σελίδα. Για να λέμε τα πράγματα όπως είναι: ποιος του δίνει πραγματικά σημασία πια.

«Πράσινη» σύγχυση

Στην παρούσα συζήτηση για την αποτυχία της Αριστεράς, να συμπεριλάβουμε και το ΠΑΣΟΚ; Από τη μια, δεν εξαιρείται από τα προβλήματα, αλλά από την άλλη το ίδιο δεν ξέρει πλέον αν ανήκει στην Κεντροαριστερά, στο σοσιαλιστικό κέντρο ή στο… επιτελικό χάος. Ο Νίκος Ανδρουλάκης δίνει την εικόνα ενός ηγέτη που προσπαθεί να αποστασιοποιηθεί από όλους, χωρίς να πείθει κανέναν. Το ΠΑΣΟΚ δεν είναι Αριστερά ούτε Δεξιά, ούτε καν το ίδιο του το παρελθόν. Είναι ένα κόμμα σε μόνιμη υπαρξιακή σύγχυση.

Η συνολική εικόνα της αντιπολίτευσης μετά τη διάσπαση του ΣΥΡΙΖΑ μοιάζει περισσότερο με πανηγύρι προσωπικών στρατηγικών παρά με σοβαρό, ενιαίο πολιτικό μέτωπο. Η χαοτική συνύπαρξη τόσων κομμάτων, όλων με παρόμοιο λόγο, τις ίδιες φθαρμένες αναλύσεις και μηδενικό εκλογικό αντίκρισμα, καταλήγει σε μια Βαβέλ ασυνεννοησίας. Κυριαρχεί η μικροκομματική λογική, οι προσωπικές κόντρες και η απέλπιδα προσπάθεια διάσωσης πολιτικών καριερών που προ πολλού έχουν λήξει στα μάτια των πολιτών.

Επαναστατική γυμναστική

Το παράδοξο είναι πως όλοι ισχυρίζονται ότι παλεύουν για το κοινό καλό, για δημοκρατία και για κοινωνική δικαιοσύνη. Ομως όταν έρθει η ώρα να κάτσουν στο ίδιο τραπέζι, ακόμα και εκεί που συμφωνούν, αλληλοσφάζονται για το ποιος θα φανεί πιο επαναστάτης. Χαρακτηριστικό παράδειγμα η στάση τους στο Παλαιστινιακό: όλοι καταφέρονται εναντίον του Ισραήλ με την ίδια ακριβώς ρητορική, αλλά κανείς δεν τολμά να καταδικάσει τα εγκλήματα της Χαμάς.

Μην τυχόν και χαλάσει το αριστερό του προφίλ. Εκεί η αντιπολίτευση δεν λειτουργεί με βάση τα επιχειρήματα, αλλά μέσα από έναν θλιβερό διαγωνισμό εντυπώσεων: ποιος θα φορέσει πιο σφιχτά την κεφίγιε, ποιος θα ποστάρει πρώτος την προπαγάνδα της Χαμάς, ποιος θα σταθεί μπροστά στην πορεία διαμαρτυρίας. Λες και η πολιτική ορίζεται από φωτογραφίες, συνθήματα και παλαιομοδίτικες αντιιμπεριαλιστικές φαντασιώσεις.

Αφού λένε τα ίδια, γιατί δεν τα βρίσκουν μεταξύ τους; Μήπως τελικά δεν είναι και τόσο φιλάνθρωποι όσο θέλουν να δείχνουν; Μήπως πίσω από τα μεγάλα λόγια και τα επαναστατικά σύμβολα, κρύβεται απλώς η επιθυμία για προσωπική πολιτική επιβίωση;

Η διάσπαση, η εμμονή στον έλεγχο και η ανικανότητα συνεννόησης δείχνουν ότι το συλλογικό συμφέρον έχει προ πολλού εγκαταλειφθεί. Αυτό που μένει είναι μια αντιπολίτευση χωρίς ουσία, χωρίς σοβαρότητα και χωρίς ίχνος προοπτικής.