Η μεγάλη επιχείρηση στην Κρήτη, με τις συλλήψεις στα Χανιά και στο Ρέθυμνο, δεν είναι απλώς μια υπόθεση με ναρκωτικά και εκβιασμούς. Είναι μια ιστορία που αγγίζει τον πυρήνα της κοινωνικής μας πραγματικότητας: η διαφθορά δεν βρίσκεται μόνο στα σκοτεινά σοκάκια, αλλά συχνά φωλιάζει στους ίδιους τους θεσμούς.
Ναι, η εμπλοκή αστυνομικών και στρατιωτικών είναι σοκαριστική. Αλλά δεν είναι μοναδική. Όλοι γνωρίζουμε ιστορίες γιατρών που ζητούν «φακελάκι», υπαλλήλων που καθυστερούν φακέλους μέχρι να «λαδωθούν», επαγγελματιών που θεωρούν τη μικρή απάτη αυτονόητο δικαίωμα. Το αποτέλεσμα; Μια κοινωνία που έχει μάθει να ζει με το στραβό, να το θεωρεί «φυσιολογικό», να σηκώνει τους ώμους αντί να αντιδρά.
Η διαφθορά στην Ελλάδα δεν είναι μόνο πράξη είναι νοοτροπία. Είναι η μικρή «εξυπηρέτηση» που βαφτίζεται εξυπνάδα, η παραβίαση του κανόνα που βαφτίζεται μαγκιά, το «έλα μωρέ, όλοι έτσι κάνουν» που λειτουργεί σαν άλλοθι. Κι αυτό είναι που μας κρατάει πίσω: όχι η έλλειψη ικανών ανθρώπων, αλλά η απουσία πραγματικής κουλτούρας λογοδοσίας.
Η πρόσφατη υπόθεση έδειξε και κάτι θετικό: ότι υπάρχουν ακόμη άνθρωποι μέσα στους θεσμούς που τολμούν να πάνε κόντρα στο ρεύμα, να εκθέσουν κυκλώματα και να τιμήσουν τον όρκο τους. Αυτοί οι λίγοι είναι η απόδειξη ότι το σύστημα μπορεί να αλλάξει, αν η κοινωνία το απαιτήσει.
Δεν χρειαζόμαστε άλλους νόμους, χρειαζόμαστε συνέπεια. Η αξιολόγηση που επιβάλλεται πλέον στον δημόσιο τομέα είναι ένα βήμα προς τη σωστή κατεύθυνση, όχι γιατί τα αλλάζει όλα δια μαγείας, αλλά γιατί μας υπενθυμίζει ότι κανείς δεν είναι υπεράνω ελέγχου. Όταν κάποιος κρατάει στα χέρια του τη ζωή, την ασφάλεια ή το δικαίωμα του πολίτη, πρέπει να ξέρει ότι κρίνονται οι πράξεις του κάθε μέρα.
Το ερώτημα δεν είναι αν υπάρχουν «καλοί» και «κακοί». Το ερώτημα είναι αν έχουμε το θάρρος να απαιτήσουμε κανόνες που ισχύουν για όλους. Γιατί η διαφθορά δεν έχει στολή, έχει πρόσωπα παντού. Και αν θέλουμε μια κοινωνία που να μην ντρέπεται για τον εαυτό της, πρέπει να σταματήσουμε να τη συγχωρούμε.