Υπάρχουν πληγές που ο χρόνος δεν τις κλείνει. Αντιθέτως, τις βαθαίνει. Η Μικρασιατική Καταστροφή δεν είναι μια απλή σελίδα ιστορίας που γυρίστηκε βεβιασμένα το 1922· είναι μια σιωπηλή κραυγή που διαπερνά γενιές, ένα τραύμα που αρνούμαστε να κοιτάξουμε κατάματα. Έναν αιώνα μετά, η Ελλάδα μοιάζει ακόμη να σέρνει πίσω της τα φαντάσματα εκείνης της ήττας όχι μόνο τα εδαφικά, αλλά κυρίως τα ψυχικά και πολιτικά.

Η καταστροφή της Σμύρνης δεν σήμανε μόνο το τέλος της Μεγάλης Ιδέας, αλλά και το τέλος μιας αυτοπεποίθησης. Από τότε, μάθαμε να κοιτάμε τη γεωπολιτική μας θέση με καχυποψία, να φοβόμαστε την ισχύ του αντιπάλου, να διαπραγματευόμαστε πάντα από θέση άμυνας. Το σύνδρομο του χαμένου οράματος μας ακολουθεί σε κάθε κρίσιμη απόφαση: από τις ελληνοτουρκικές εντάσεις μέχρι την ευρωπαϊκή μας πορεία. Κι αν κάτι δείχνει η ιστορία, είναι ότι οι λαοί που κουβαλούν το παρελθόν τους ως βαρίδι δύσκολα μπορούν να χαράξουν καθαρό μέλλον.

Το τραύμα όμως δεν περιορίστηκε στη διπλωματία. Διαίρεσε κοινωνίες, διέσπασε οικογένειες, δημιούργησε έναν μόνιμο διχασμό ανάμεσα σε «παλιούς» και «νεόφερτους». Οι πρόσφυγες έφεραν μαζί τους πολιτισμό, οικονομική δραστηριότητα, νέα ήθη· όμως η ενσωμάτωσή τους δεν έγινε ποτέ πραγματικά ομαλά. Κάτω από το δέρμα της εθνικής ενότητας, έμεινε πάντα ένα ίζημα καχυποψίας. Και μήπως δεν το βλέπουμε αυτό το μοτίβο να επαναλαμβάνεται ξανά και ξανά; Μια χώρα που δυσκολεύεται να αποδεχθεί το νέο, που σκοντάφτει κάθε φορά στην εσωτερική της πόλωση.

Πέρα όμως από την κοινωνική όψη, υπάρχει και η πολιτική κληρονομιά: η αδυναμία να συγκροτήσουμε εθνική στρατηγική. Το 1922 μας κληροδότησε έναν ανομολόγητο φόβο: να μην ξαναονειρευτούμε, να μην ξανασχεδιάσουμε μεγάλα πράγματα, γιατί «καήκαμε». Έτσι, περιοριστήκαμε να αντιδρούμε αντί να σχεδιάζουμε, να ακολουθούμε αντί να ηγούμαστε. Και φτάσαμε στο 2025 με το ίδιο αίσθημα: μια Ελλάδα που επιβιώνει, αλλά δεν τολμά να στοχεύσει ψηλότερα.

Κάποιοι θα πουν ότι τα τραύματα είναι χρήσιμα, πως μας θυμίζουν τα όρια μας. Μα τι γίνεται όταν τα τραύματα γίνονται ταυτότητα; Όταν ολόκληρη η εθνική αφήγηση χτίζεται γύρω από την ήττα; Τότε ο λαός κινδυνεύει να εθιστεί στη μετριότητα, να ζει σε μια διαρκή άμυνα, χωρίς ορίζοντα.

Έναν αιώνα μετά, η μεγαλύτερη πρόκληση δεν είναι να ξαναζωντανέψουμε τη Μεγάλη Ιδέα, άλλωστε οι εποχές άλλαξαν. Η πρόκληση είναι να τολμήσουμε ξανά να έχουμε όραμα. Να βρούμε εκείνο το νήμα που ενώνει τις γενιές, όχι στη βάση του πόνου, αλλά στη βάση της δημιουργίας. Να σταματήσουμε να μιλάμε μόνο για ό,τι χάσαμε και να αρχίσουμε να μιλάμε για ό,τι μπορούμε να κερδίσουμε.

Η Μικρασία χάθηκε. Η Ελλάδα όμως όχι. Το ερώτημα είναι απλό: θα συνεχίσουμε να πορευόμαστε σαν λαός που κουβαλά μόνο πληγές, ή θα τολμήσουμε να σταθούμε ως λαός που ξέρει να μαθαίνει από αυτές; Γιατί, αν κάτι δεν αντέχει άλλο η ιστορία μας, είναι άλλη μια χαμένη ευκαιρία.