Όλοι μας έχουμε παρατηρήσει ότι το Viber έχει μπει τόσο βαθιά στην καθημερινότητά μας, που πλέον μοιάζει με εκείνο τον άβολο συγκάτοικο που μένει σπίτι σου χωρίς να τον κάλεσες ποτέ. Περπατάει μέσα στο σαλόνι της προσωπικής σου ζωής με άνεση, ανοίγει τα φώτα όποτε θέλει, πετάει διαφημίσεις πάνω στο τραπέζι και κάνει θόρυβο όταν προσπαθείς να μιλήσεις σοβαρά. Κι εμείς, αντί να τον βάλουμε στη θέση του, του λέμε κι ένα «καλημέρα» από πάνω.
Και ξέρετε τι; δεν είναι ο θόρυβος που με ενοχλεί. Είναι το ότι χάσαμε ολοκληρωτικά την ιδιωτικότητα μας. Όταν μια εφαρμογή που χρησιμοποιούμε για να μιλήσουμε με τους δικούς μας μετατρέπεται σε μια ατέλειωτη παρέλαση ειδοποιήσεων και προωθητικών, η φυσική αντίδραση θα έπρεπε να είναι ενόχληση. Αντ’ αυτού, έχουμε μάθει να το θεωρούμε «κανονικό». Να κάνουμε ότι δεν το βλέπουμε. Να προσαρμοζόμαστε. Να μικραίνουμε τις απαιτήσεις μας για να χωρέσουμε σε μια πλατφόρμα που δεν νοιάζεται καθόλου για το πού πατάει.
Και το πιο παράλογο; Όσο περισσότερο μας ενοχλεί, τόσο πιο πολύ την χρειαζόμαστε. Το Viber έχει γίνει ο απαραίτητος διάδρομος της καθημερινότητας: οι φίλοι, οι συγγενείς, τα σχολεία, οι υπηρεσίες, οι δουλειές. Όλοι εκεί. Ο κοινωνικός χάρτης γύρω μας έχει χτιστεί πάνω του, κι έτσι το να το εγκαταλείψεις είναι σαν να τραβάς το χαλί κάτω από τα πόδια σου.
Όμως, εκεί κρύβεται και το πιο ύπουλο κομμάτι, η εξάρτηση αυτή δίνει στην εφαρμογή την άδεια να ξεχειλώνει όσο θέλει. Να εμφανίζει την άσχετη προσφορά ανάμεσα σε μια κουβέντα για τα παιδιά σου. Να σου στέλνει δύο, τρεις, πέντε ειδοποιήσεις τη μέρα χωρίς να την έχεις ρωτήσει. Να σε αντιμετωπίζει σαν ένα μάτι που πρέπει να βλέπει διαφημίσεις και ένα δάχτυλο που πρέπει να πατάει. Οι συνομιλίες σου γίνονται σκηνικό μέσα στο οποίο μπαίνει όποιος θέλει. Φτάνει που έχει την άδεια της εφαρμογής...όχι τη δική σου!
Και κάπου εδώ, ας είμαστε ειλικρινείς, το θέμα δεν είναι πια το Viber. Το θέμα είμαστε, εμείς. Εμείς που έχουμε συνηθίσει να συγχωρούμε τις μικρές παραβιάσεις μέχρι να γίνουν μεγάλες. Εμείς που ανεχόμαστε την εισβολή, γιατί η συνήθεια είναι πάντα πιο βολική από την αλλαγή. Εμείς που ξεχάσαμε να θυμώνουμε με πράγματα που κανονικά θα μας εξόργιζαν.
Δεν λέω να το διαγράψεις αύριο. Λέω να ξαναθυμηθείς ότι αυτή η εφαρμογή δεν είναι η «κανονικότητα». Ότι ο ιδιωτικός χώρος της επικοινωνίας μας δεν πρέπει να μετατρέπεται σε πίνακα ανακοινώσεων. Ότι η άνεση δεν είναι λόγος να παραδίδουμε αδιαμαρτύρητα την προσοχή μας, την ηρεμία μας, την ιδιωτικότητά μας.
Στο κάτω-κάτω της γραφής, εάν κάτι αξίζει να κρατήσουμε σε μια εποχή που όλα διαφημίζονται και όλα πωλούνται, είναι το δικαίωμά μας στη σιωπή όταν τη χρειαζόμαστε, και στο καθαρό ψηφιακό δωμάτιο όταν το απαιτούμε.