Η πρόσφατη δήλωση του Ισραηλινού πρωθυπουργού Μπενιαμίν Νετανιάχου, με την οποία αναγνώρισε ως γενοκτονία τις σφαγές Αρμενίων, Ποντίων και Ασσυρίων από την Οθωμανική Αυτοκρατορία, έχει ιδιαίτερη βαρύτητα.
Για πρώτη φορά ένας Ισραηλινός ηγέτης παραδέχεται δημόσια ένα ιστορικό έγκλημα που επί δεκαετίες το Ισραήλ απέφευγε να αναγνωρίσει, προκειμένου να μην έρθει σε ευθεία ρήξη με την Τουρκία. Η απόφαση αυτή δεν είναι μόνο πράξη ηθικής δικαίωσης για τα θύματα και τους απογόνους τους, αλλά και μια σαφής πολιτική τοποθέτηση απέναντι στον αναθεωρητισμό της Άγκυρας.
Η οργισμένη αντίδραση της Τουρκίας ήταν αναμενόμενη. Ο Ερντογάν γνωρίζει καλά πως κάθε αναγνώριση γενοκτονίας υπονομεύει τη ρητορική του περί «θύματος» και αποκαλύπτει την ιστορική αλήθεια: ότι εκατομμύρια χριστιανοί της Ανατολής ξεριζώθηκαν, σφαγιάστηκαν ή εκτοπίστηκαν βίαια. Η αναφορά στους Ποντίους είναι ιδιαίτερα σημαντική για τον ελληνισμό, καθώς υπενθυμίζει τον μαζικό εκτοπισμό και την καταστροφή που διαμόρφωσε την Ελλάδα του 20ού αιώνα.
Σε αυτό το φόντο, η στάση της παλαιστινιακής ηγεσίας αποκαλύπτει αντιφάσεις. Δηλώσεις όπως εκείνες του Μαχμούντ Αμπάς, που αναφέρθηκε στην Κυπριακή Δημοκρατία ως «κοινότητα της νοτίου Κύπρου», αναπαράγουν σχεδόν αυτούσια τη ρητορική της Άγκυρας. Είναι εύλογο να διερωτηθεί κανείς: πώς μπορεί κάποιος που ζητά αλληλεγγύη για τον δικό του ξεριζωμό να αγνοεί ή να υποβαθμίζει την τουρκική κατοχή της Κύπρου;
Ακόμη πιο χαρακτηριστική είναι η σχέση της Χαμάς με το καθεστώς Ερντογάν. Η Τουρκία αρνείται να τη χαρακτηρίσει τρομοκρατική οργάνωση, φιλοξενεί στελέχη της και της παρέχει πολιτική κάλυψη. Δεν είναι τυχαίο ότι όταν ο Ερντογάν μετέτρεψε την Αγία Σοφία σε τζαμί το 2020, η Χαμάς χαιρέτισε την απόφαση ως «στιγμή υπερηφάνειας για τους Μουσουλμάνους». Ένα μνημείο παγκόσμιας πολιτιστικής κληρονομιάς έγινε εργαλείο πολιτικής επιβολής, με τη Χαμάς να ευθυγραμμίζεται απόλυτα με τη νεοοθωμανική ατζέντα.
Η δήλωση Νετανιάχου λοιπόν δεν αφορά μόνο την Ιστορία. Είναι και μια έμμεση υπενθύμιση ότι τα θύματα του παρελθόντος δεν πρέπει να ξεχνιούνται, ενώ όσοι επιλέγουν τη σιωπή ή την υποκρισία δεν μπορούν να μιλούν με αξιώσεις για δικαιοσύνη. Για την Ελλάδα, η αναγνώριση αυτή αποτελεί μια σημαντική στιγμή διεθνούς δικαίωσης, αλλά και ένα μήνυμα ότι η ιστορική μνήμη δεν μπορεί να θυσιάζεται στο βωμό των γεωπολιτικών συμφερόντων.