Ακόμη και ο πιο κακόπιστος πολίτης, διαβάζοντας το πόρισμα του ΕΟΔΑΣΑΑΜ, δεν μπορεί παρά να συμφωνήσει ότι η τραγωδία των Τεμπών θα μπορούσε να αποφευχθεί εάν το βαθύ κράτος σε πολλά επίπεδα λειτουργούσε διαφορετικά.

Εάν όλες αυτές οι διαχρονικές κακοδαιμονίες της ελληνικής πολιτείας, που έχουν εμφανιστεί σε μια σειρά από τραγωδίες, δεν ήταν και στα Τέμπη παρούσες ίσως να μην είχαμε θρηνήσει 57 συνανθρώπους μας.

Τα όσα αναφέρει το πόρισμα θα μπορούσαν να αποτελούν εισαγωγικό σημείωμα σε μια σειρά από περιπτώσεις, είτε αφορούν τη Μάνδρα, είτε το Μάτι, είτε τα Τέμπη.

Αναφέρει μεταξύ άλλων το πόρισμα: «Δεν υπήρξε πραγματικός συντονισμός, σε επιχειρησιακό ή σε στρατηγικό επίπεδο, των διαφόρων υπηρεσιών στον τόπο της σύγκρουσης. Κάθε υπηρεσία συνέχισε να λειτουργεί υπό τις δικές της εντολές, πρωτοβουλίες και προσωπικό, χωρίς αλληλεπίδραση σε οργανωτικό επίπεδο. Αποτέλεσμα αυτού είναι το γεγονός ότι δεν έγινε σωστή χαρτογράφηση του χώρου διερεύνησης του ατυχήματος.

Η γνώση για τη σωστή εφαρμογή του «Σχεδίου Διαχείρισης Ανθρώπινων Απωλειών» έλειπε σε αρκετές από τις υπηρεσίες έκτακτης ανάγκης. Δεν είχαν ποτέ διοργανωθεί ασκήσεις για την προετοιμασία της συντονισμένης εφαρμογής του σε σιδηροδρομικό πλαίσιο, ούτε αναλήφθηκε κάποια πρωτοβουλία εκ των υστέρων για διδαχή από την εμπειρία του ατυχήματος των Τεμπών. Η αρχική συλλογή αποδεικτικών στοιχείων για μια περαιτέρω διερεύνηση ανέδειξε αρκετά ελαττώματα, με αποτέλεσμα την απώλεια πληροφοριών δυνητικά ζωτικής σημασίας, απαραίτητων για την κατανόηση των αιτίων και των υποκείμενων παραγόντων του ατυχήματος και για τη βελτίωση της ασφάλειας του σιδηροδρομικού».

Αυτή η εικόνα ενός κράτους που δεν εγγυάται τα αυτονόητα είναι ώρα να αλλάξει, εάν θέλουμε οι πολίτες να αρχίσουν να ανακτούν και πάλι την εμπιστοσύνη τους στο κράτος.

Δεν είναι πρώτη φορά που αυτό το αίτημα από την κοινωνία για να αλλάξει επιτέλους κουλτούρα και λειτουργία το κράτος και από δυνάστης του πολίτη, να γίνει υπηρέτης του.

Το είχε επιχειρήσει ο Κώστας Σημίτης με τον περιβόητο εκσυγχρονισμό, ακολούθησε ο Κώστας Καραμανλής με το περιβόητο σύνθημα της επανίδρυσης. Αμφότεροι συγκρούστηκαν με αυτό το βαθύ κράτος, αλλά στο τέλος της ημέρας ηττήθηκαν κατά κράτος, παρά το καλό των προθέσεών τους.

Από τη μια ο φόβος του πολιτικού κόστους και από την άλλη η «πελατειακή λειτουργία» του κράτους εμπόδισαν να εφαρμοστούν τα σχέδια που είχαν οι κυβερνήσεις.

Ακόμη και στη σκληρή περίοδο των μνημονίων το βαθύ κράτος, όχι μόνο δεν βελτιώθηκε, αλλά με αφορμή τα μέτρα σε πολλές των περιπτώσεων το κράτος έδειξε σημάδια πλήρους διάλυσης. Είτε αφορούσε την έκδοση των συντάξεων, που απαιτούσαν χρόνια, είτε την προώθηση μεταρρυθμίσεων.

Πλέον ο πρωθυπουργός Κυριάκος Μητσοτάκης έχει πάρει την απόφαση να συγκρουστεί με το βαθύ κράτος. Έστω και με χρονοκαθυστέρηση φαίνεται ότι είναι έτοιμος να δείξει ότι έχει λάβει το μήνυμα που του έστειλε η κοινωνία, στα συλλαλητήρια, για να τα αλλάξει όλα και να προχωρήσει στην επανάσταση του αυτονόητου και της κοινής λογικής.

Εξάλλου αυτήν την αίσθηση αποκόμισαν από το κυριακάτικο μήνυμά του στο οποίο μεταξύ άλλων ανέφερε ότι «Η Ελλάδα δεν μπορεί να λειτουργεί με ημίμετρα και αυτοσχεδιασμούς. Με ένα σύστημα που αντιδρά μόνο αφού έχει γίνει το κακό, που περιμένει τις κρίσεις για να κινητοποιηθεί. Η πολιτεία έχει χρέος να προλαβαίνει, όχι να τρέχει πίσω από τις εξελίξεις. Μία ευθύνη συλλογική, όμως πριν απ’ όλα δική μου.

Πρόκειται για μια αναμέτρηση που δίνω εδώ και 21 χρόνια στην πολιτική μου διαδρομή. Ξέρω ότι δεν θα κερδίσω κάθε μάχη. Όμως, είμαι αποφασισμένος να κερδίσουμε τον πόλεμο. Έχουμε αποδείξει ότι μπορούμε».

Ο πρωθυπουργός γνωρίζει καλύτερα από τον καθέναν ότι πλέον δεν έχει το περιθώριο για καθυστερήσεις και ολιγωρίες. Η κυβέρνηση εάν δεν τρέξει και δεν συγκρουστεί με το κράτος των «καθυστερήσεων» και της νοοτροπίας που συμπυκνώνεται στην ατάκα «αυτό δεν γίνεται», τότε θα την καταπιεί το βαθύ κράτος, όπως συνέβη και με άλλες κυβερνήσεις και με άλλους πρωθυπουργούς.

Ο χρόνος πλέον μετρά αντίστροφα και κάθε καθυστέρηση θα έχει διπλό κόστος για την κυβέρνηση. Η πιο μεγάλη ώρα για την αναμέτρηση της ΝΔ με το βαθύ κράτος είναι τώρα. Και μάλιστα αυτή η μάχη έχει καθυστερήσει.