Η ελληνική πολιτική ζωή δεν στερείται τραγελαφικών στιγμών. Όμως, ελάχιστες περίοδοι μπορούν να συγκριθούν σε ένταση, ιδεολογική σύγχυση και δραματικότητα με εκείνη των πρώτων έξι μηνών της διακυβέρνησης ΣΥΡΙΖΑ-ΑΝΕΛ, το 2015. Από το «σκίσιμο των μνημονίων με έναν νόμο και ένα άρθρο», μέχρι τα «παρακάλια» προς τον Βλαντίμιρ Πούτιν για ρωσική βοήθεια και τις συζητήσεις για «επιστροφή στη δραχμή», η αλήθεια κάποιες φορές ξεπερνά τη φαντασία. 

Και σαν να μην έφτανε η εμπειρία αυτή καθαυτή, ήρθαν τα περιβόητα πρακτικά αλλά και η συνέντευξη του Ευκλείδη Τσακαλώτου στους «Financial Times» για να υπενθυμίσουν με ακρίβεια τι συνέβη πίσω από τις κλειστές πόρτες του Μαξίμου. Μόνο που η ανάγνωσή τους μοιάζει περισσότερο με πολιτική φαρσοκωμωδία παρά με επίσημη ιστορική καταγραφή.  

Επικίνδυνα φλερτ  

Η εξωτερική πολιτική της τότε κυβέρνησης παρουσίαζε έναν επικίνδυνο ερασιτεχνισμό. Στο όνομα του «πολυδιάστατου» δόγματος, η Ελλάδα άρχισε να φλερτάρει ανοιχτά με τη Ρωσία, τη στιγμή που διαπραγματευόταν με τους Ευρωπαίους εταίρους της. Το πιο χαρακτηριστικό επεισόδιο αφορά την υποτιθέμενη «συμφωνία» για προκαταβολή 5 δισ. ευρώ από τη Μόσχα ως προεξόφληση μελλοντικών εσόδων από αγωγούς φυσικού αερίου που –προφανώς– δεν υπήρχαν.

Ο τότε υπουργός Παραγωγικής Ανασυγκρότησης Παναγιώτης Λαφαζάνης εμφανίζεται να διαβεβαιώνει τον Αλέξη Τσίπρα πως οι Ρώσοι «είναι θετικοί», την ώρα που εκείνοι διέψευδαν κάθε τέτοιο ενδεχόμενο. Κάπως έτσι, ο «σύντροφος Πούτιν» μετατράπηκε σε γελοιογραφικό σωτήρα, ένα φάντασμα ελπίδας για τους δραχμιστές που πίστευαν –ή ήθελαν να πιστεύουν– ότι η Μόσχα θα αντικαταστήσει την ΕΚΤ και το ΔΝΤ. 

Το σοβαρότερο όλων; Αυτή η «διπλωματική» παράκαμψη της ΕΕ γινόταν εν μέσω κρίσιμων διαπραγματεύσεων, δυναμιτίζοντας περαιτέρω την αξιοπιστία της χώρας στο εξωτερικό. Το φλερτ έμεινε τελικά χωρίς αντίκρισμα. Όχι όμως και χωρίς κόστος. 

Η ύπαρξη μιας ισχυρής εσωκομματικής φράξιας υπέρ της επιστροφής στη δραχμή ήταν γνωστή. Το ότι αυτή η φράξια έφτασε τόσο κοντά στο να καθορίσει την πορεία της χώρας, παραμένει εφιαλτικό. Οι λεγόμενοι δραχμιστές –με προεξάρχοντες τον Παναγιώτη Λαφαζάνη, τον Γιάνη Βαρουφάκη (με τις δικές του εκδοχές του Grexit) και άλλους– προωθούσαν ενεργά ένα «εναλλακτικό» σχέδιο για μετάβαση σε εθνικό νόμισμα. 

Το σχέδιο εκείνο περιελάμβανε ακόμα και «επιχείρηση» εισβολής στο Νομισματοκοπείο για τη δέσμευση των αποθεμάτων ευρώ (!), την παράκαμψη του διοικητή της Τράπεζας της Ελλάδος και την ταυτόχρονη «κοπή» IOUs – ουσιαστικά, χαρτιά με υποσχετικές πληρωμών. Όλα αυτά προτείνονταν και συζητούνταν σοβαρά, ενώ οι τράπεζες είχαν αρχίσει ήδη να αδειάζουν από ρευστό και ο κόσμος στηνόταν στις ουρές.

Η αποτυχία αυτού του σχεδίου δεν ήταν αποτέλεσμα κάποιου υψηλού πολιτικού ρεαλισμού, αλλά της πραγματικότητας που επιβλήθηκε με τρόπο οδυνηρό. Κι όμως, μέχρι σήμερα, κάποιοι μιλούν για «χαμένη ευκαιρία», προσποιούμενοι ότι οι κοινωνίες μπορούν να λειτουργούν ως πειραματόζωα χωρίς συνέπειες. 

Το αποκορύφωμα της πολιτικής φαρσοκωμωδίας του 2015 ήταν ασφαλώς το δημοψήφισμα της 5ης Ιουλίου. Προκηρύχθηκε αιφνιδιαστικά, με ένα ερώτημα που δεν καταλάβαιναν ούτε οι ίδιοι οι υπουργοί (ούτε βέβαια και οι πολίτες), και με τη χώρα ήδη να έχει οδηγηθεί σε capital controls. Η κυβέρνηση ζήτησε από τον λαό να απορρίψει μια πρόταση των θεσμών, η οποία ωστόσο είχε αποσυρθεί. Το «Όχι» υποτίθεται ότι θα ενίσχυε τη διαπραγματευτική θέση της Ελλάδας. Αντιθέτως, ενίσχυσε την απομόνωση της χώρας, πυροδότησε φόβους για χρεοκοπία και έξοδο από το ευρώ και τελικά... μετατράπηκε σε «Ναι» εντός λίγων ημερών. 

Ήταν η στιγμή που ο Αλέξης Τσίπρας, αναγνωρίζοντας το αδιέξοδο, υπέγραψε ένα τρίτο –και όπως θα έλεγε αργότερα– «αχρείαστο» μνημόνιο. Μια νέα συμφωνία, με βαρύτερους όρους, περισσότερο έλεγχο και οδυνηρά μέτρα, η οποία μάλιστα ήταν αποτέλεσμα των προηγούμενων έξι μηνών «διαπραγμάτευσης». 

Σύμφωνα με τους πολιτικούς παρατηρητές, το αφήγημα του ΣΥΡΙΖΑ ήθελε το τρίτο μνημόνιο ως «αναγκαίο κακό», μια αναπόφευκτη κίνηση για να «σωθεί η χώρα» από τη χρεοκοπία. Αυτό που παραλείπει, όμως, είναι πως η ανάγκη αυτή ήταν αποτέλεσμα δικών του πολιτικών επιλογών. 

Μέσα σε έξι μήνες, η «Πρώτη φορά Αριστερά» ανέτρεψε την πορεία. Η αβεβαιότητα, η σύγκρουση με τους δανειστές, η εσωτερική αστάθεια και η αμφισβήτηση των ευρωπαϊκών θεσμών δημιούργησαν συνθήκες κρίσης. Το τρίτο μνημόνιο δεν ήταν ατύχημα. Ήταν αποτέλεσμα πολιτικής ανικανότητας και ιδεολογικής εμμονής. Ο λογαριασμός ήταν βαρύς: 86 δισ. ευρώ, πλήρης επιτροπεία, ανακεφαλαιοποίηση των τραπεζών με τεράστιο κόστος και –το χειρότερο– απώλεια αξιοπιστίας και πολιτικής φερεγγυότητας διεθνώς. 

Η διακυβέρνηση ΣΥΡΙΖΑ ήταν μια πολιτική παράσταση, όπου σε πρωταγωνιστικό ρόλο εμφανίστηκαν η ιδεολογία, η επικοινωνιακή φαντασίωση και η ανετοιμότητα. Ο… σύντροφος Πούτιν ήταν καρικατούρα, οι δραχμιστές βγήκαν μπροστά με σχέδια χωρίς οικονομική επάρκεια, το δημοψήφισμα έγινε «οπερέτα» και το τρίτο μνημόνιο ήρθε ως φυσική κατάληξη.  

Οπερέτες, τέλος 

Το μεγάλο δίδαγμα είναι ότι η πολιτική δεν είναι αφήγημα χωρίς ρεαλισμό. Δεν αρκούν οι καρικατουρίστικες υποσχέσεις, τα συνθηματολογικά «Όχι» και οι φαντασιώσεις γεωπολιτικών σωτήρων. Αναζητά σχέδιο, ευθύνη, πραγματογνωμοσύνη. Κι όλα αυτά απουσίαζαν από την αριστερή διακυβέρνηση. 

Η Ελλάδα δικαιούται να αφήσει πίσω της οριστικά τις πολιτικές οπερέτες και δεν μπορεί να βασιστεί σε ανέκδοτα και ιδεολογικές εμμονές: χρειάζεται στρατηγική, ψηφιακή ετοιμότητα, διεθνείς συμμαχίες, σταθερότητα. Είναι ο μόνος τρόπος να αποφύγει αυτά τα δεινά για δεύτερη φορά.