Αυτό που μάθαμε χθες ήταν ότι η «συμμαχία του ξυλολίου» έχει κάνει τα πάντα, έχει φτάσει μέχρι και στο Ευρωκοινοβούλιο για να καταγγείλει τη δήθεν συγκάλυψη από την πλευρά της κυβέρνησης. Έχει πάει τώρα μέχρι και στον… ΟΗΕ. Δεν έχει πάει όμως στην Ευρωπαϊκή Εισαγγελία, στο όνομα της οποία ομνύουν για όλα τα θέματα όταν εξυπηρετείται το αφήγημά τους.
Η Ευρωπαία εισαγγελέας αποκάλυψε ότι για το θέμα του παράνομου φορτίου υπήρχαν κάποιες φήμες και κάποιες πληροφορίες που δεν επιβεβαιώθηκαν και ότι δεν έχει λάβει κάποια στοιχεία που να οδηγούν στο άνοιγμα σχετικού φακέλου.
Δηλαδή; Δεν υπάρχει κάτι σχετικό; Δεν πήγε κανένας εμπειρογνώμονας και κανένας / καμία δικηγόρος από αυτούς/αυτές που βγάζουν πύρινους λόγους και ξημεροβραδιάζονταν στη Λάρισα για να κατηγορήσουν και να μηνύσουν δικαστικούς λειτουργούς;
Από τότε με τη σύμβαση 717 για τα τρένα και την εμφάνιση της Λάουρα Κοβέσι στη ζωή μας –υπήρχε και πριν αλλά αθόρυβα– όλοι τρέχουν στα γραφεία της Ευρωπαϊκής Εισαγγελίας για να κάνουν μια καταγγελία. Εδώ μέχρι και ο Στέφανος Κασσελάκης πήγε για να καταγγείλει τον Λευτέρη Αυγενάκη για το πόθεν έσχες του. Ναι, ο Στέφανος Κασσελάκης κατήγγειλε κάποιον για το πόθεν έσχες – άλλο πάλι και τούτο.
Όμως από ό,τι ακούσαμε δεν πήγε κάποιος για το παράνομο φορτίο. Να δώσει έστω ένα πινακάκι από αυτά που σχεδίαζαν στους τηλεοπτικούς δέκτες ή να μιλήσει για τα μυγάκια του Φεβουραρίου και για πλαστά βίντεο.
Και όπως έγραψε μεταξύ άλλων στο Χ ο Νίκος Πλακιάς, πατέρας των δίδυμων κοριτσιών και θείος ενός ακόμη που έχασαν τη ζωή τους στο τραγικό δυστύχημα στα Τέμπη: «Ε, ρε, δούλεμα που έπεσε. Μόνο τους συγγενείς λυπάμαι που έπεσαν θύματα, κανέναν άλλον».
Σε κάθε περίπτωση, το θέμα είναι σοβαρό. Πάνω σε αυτά επιχειρήθηκε να χτιστεί οργή και αγανάκτηση όχι μόνο των συγγενών αλλά και συνολικά των πολιτών της χώρας. Να ξεσηκωθεί ο κόσμος για να χτίσουν κάποιοι τις πολιτικές καριέρες τους, για λίγα ποσοστά στις δημοσκοπήσεις. Και αυτό όσο αποκαλύπτεται και επιβεβαιώνεται τόσο χειρότερο γίνεται σε επίπεδο ηθικής.
Ναι, αυτής της «ηθικής της πολιτικής» που κάποιοι εμπορεύονται, όπως παλαιότερα κάποιοι εμπορεύονταν ένα «ηθικό πλεονέκτημα της Αριστεράς»…