Η πρόσφατη αθώωση της Ρένας Δούρου από το Τριμελές Εφετείο Πλημμελημάτων για την υπόθεση της φονικής πυρκαγιάς στο Μάτι το καλοκαίρι του 2018 δεν έκλεισε απλώς έναν κύκλο ποινικών διώξεων. Άνοιξε, ξανά, τη δημόσια συζήτηση για το πώς αποδίδεται η δικαιοσύνη όταν εμπλέκονται πολιτικά πρόσωπα και τι σημαίνει πραγματικά «ευθύνη» σε μια χώρα που έχει ζήσει πολλαπλές εθνικές τραγωδίες.

Η πρώην περιφερειάρχης Αττικής δεν κρίθηκε ένοχη για την τραγωδία που στοίχισε τη ζωή σε 104 ανθρώπους. Ήδη από το πρωτόδικο δικαστήριο είχε απαλλαγεί ομόφωνα, όπως και από το Πειθαρχικό Συμβούλιο και τα διοικητικά δικαστήρια. Το σκεπτικό της αθώωσης στηρίχθηκε κυρίως στην έλλειψη νομικά τεκμηριωμένου δόλου ή βαριάς αμέλειας, καθώς και στο γεγονός ότι οι αρμοδιότητες για την κατάσβεση και την επιχειρησιακή διαχείριση της πυρκαγιάς δεν ανήκαν στην περιφέρεια.

Όμως, πέρα από τη νομική διάσταση του θέματος, η κοινωνική και πολιτική μνήμη της διαχείρισης εκείνων των ημερών είναι ακόμα νωπή: η εικόνα του πρώην πρωθυπουργού, Αλέξη Τσίπρα, στη συνέντευξη Τύπου της 23ης Ιουλίου 2018 να μην κάνει καμία αναφορά σε νεκρούς· ο Πάνος Καμμένος, που επιτέθηκε σε κατοίκους της περιοχής για την αυθαίρετη δόμηση· οι υπαινιγμοί του Ν. Παππά για «ασύμμετρη απειλή»· και το γεγονός ότι ο ΣΥΡΙΖΑ δεν ανέλαβε πολιτικά την ευθύνη, ακόμη και μετά την τραγική καταγραφή των θυμάτων.

Η ίδια η κυρία Δούρου, η οποία σήμερα δηλώνει ηθικά δικαιωμένη, είχε υποστηρίξει πως «έτυχε» στη βάρδια της μια τραγωδία, ενώ δεν έχει υπάρξει δημόσια αναφορά ή συγγνώμη εκ μέρους της για λογαριασμό της περιφέρειας. Αντιθέτως, υπήρξε απαίτηση –μέσω διαρροών– για αποκατάσταση και «συγγνώμη» απ’ όσους της απέδωσαν πολιτική ή ηθική ευθύνη.

Την ίδια ώρα, όμως, ο ΣΥΡΙΖΑ (που παριστάνει τον δικαιωμένο στην υπόθεση Δούρου) καταγγέλλει δόλο στην υπόθεση των Τεμπών, ζητώντας παραπομπή του πρώην υπουργού Υποδομών και Μεταφορών, Κώστα Καραμανλή, στη Δικαιοσύνη. Μάλιστα, στην πρόταση για εξεταστική ισχυρίζεται, ούτε λίγο ούτε πολύ, ότι υπήρχε... δόλος, ενώ ζητά την αποσύνδεση τέτοιων πράξεων από το άρθρο 86 του συντάγματος, ώστε να μην καλύπτονται από την ειδική μεταχείριση υπουργικών αδικημάτων. Παράλληλα, στο στόχαστρο του ΣΥΡΙΖΑ έχει μπει και ο πρώην υφυπουργός Κλιματικής Κρίσης και Πολιτικής Προστασίας, Χρήστος Τριαντόπουλος, στον οποίο και πάλι αφήνουν να εννοηθεί ότι υπήρχε ενδεχομένως δόλος στις πράξεις του!

Ωστόσο, στην Κουμουνδούρου ξεχνούν ότι δύο πρώην υπουργοί τους, ο Νίκος Παππάς και ο Δημήτρης Παπαγγελόπουλος, έχουν καταδικαστεί και με τη βούλα της Δικαιοσύνης. Το αφήγημα δε σ’ αυτή την περίπτωση είναι πως οι καταδίκες αποτελούν… παράσημα.

Ο Νίκος Παππάς καταδικάστηκε από το Ειδικό Δικαστήριο με ψήφους 13-0 για παράβαση καθήκοντος στην υπόθεση των τηλεοπτικών αδειών του 2016. Το δικαστήριο έκρινε πως, παρακάμπτοντας το ΕΣΡ και υιοθετώντας μια κλειστή, ελεγχόμενη διαδικασία, ο πρώην υπουργός παραβίασε το σύνταγμα. Η υπόθεση πυροδοτήθηκε από τις καταγγελίες του επιχειρηματία Χρήστου Καλογρίτσα, ο οποίος φέρεται να συμμετείχε στον διαγωνισμό με εικονική σύμβαση χρηματοδότησης από τη λιβανέζικη CCC, με την προτροπή, όπως ισχυρίστηκε, του ίδιου του Παππά.

Παρά, λοιπόν, τις καταδίκες, ο ΣΥΡΙΖΑ επέμεινε στην εκδοχή της «πολιτικής δίωξης». Το ίδιο συνέβη και με τον Δημήτρη Παπαγγελόπουλο, ο οποίος κρίθηκε ένοχος για δύο περιπτώσεις παράβασης καθήκοντος –με πλειοψηφία και χρηματική ποινή– με επίκεντρο τις καταγγελίες της εισαγγελέως Ελένης Ράικου περί πιέσεων στην υπόθεση Novartis. Ο πρώην αναπληρωτής υπουργός Δικαιοσύνης χαρακτήρισε την ποινή του «γελοία και κατασκευασμένη».

Σε κάθε περίπτωση, η επιλεκτικότητα στη στάση απέναντι στις δικαστικές αποφάσεις δημιουργεί εύλογα ερωτήματα. Όταν η Δικαιοσύνη απαλλάσσει πρώην στελέχη του ΣΥΡΙΖΑ, πρόκειται για απόδειξη ότι «το κράτος δικαίου λειτουργεί». Όταν όμως τους καταδικάζει, γίνεται λόγος για «πολιτική δίωξη» και «εκδικητική ποινικοποίηση».

Με άλλα λόγια, ο ΣΥΡΙΖΑ δεν μπορεί να ζητά σεβασμό στη Δικαιοσύνη όταν αθωώνει τα στελέχη του και ταυτόχρονα να τη στοχοποιεί όταν οι αποφάσεις δεν τον ευνοούν. Η πίστη στους θεσμούς δεν μπορεί να είναι α λα καρτ, ούτε να εξαρτάται από το εκάστοτε πολιτικό συμφέρον.